Δεν ξέρω, αν το φανταζόταν. Αυτή μόνο βρήκε την ανάποδη λέξη για να πει «καλημέρα». Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε σαν σήμερα, την 1 Ιουνίου 1940. Είναι η δεύτερη φορά που γράφω κάτι γι’ αυτήν.
[mc4wp_form id="278"]
Δεν ξέρω, αν το φανταζόταν. Αυτή μόνο βρήκε την ανάποδη λέξη για να πει «καλημέρα». Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε σαν σήμερα, την 1 Ιουνίου 1940. Είναι η δεύτερη φορά που γράφω κάτι γι’ αυτήν.
Έμαθα πώς να μαθαίνω. Να παρατηρώ τα πάντα. Τα χέρια, τα βλέμματα, τα στόματα. Τους ανθρώπους πίσω απ’ το τιμόνι, τους ανθρώπους που περπατούν σιωπηλά. Η ακοή μου οξύνθηκε. Έπαιξα από την αρχή τα αγαπημένα μου τραγούδια, οι ήχοι και οι στίχοι έφταναν «πειραγμένοι» στ’ αυτιά μου. Μίλησα με μια κρυμμένη ορμή για όλα αυτά που μας καίνε– με το δίκιο μας και την καρδιά μας. Μέτρησα προσεκτικά τις λέξεις για να μην κάνω λάθος. Όχι επειδή φοβάμαι τον κίνδυνο να γίνω γελοίος, αλλά για να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ.
«Θα χρειαστούμε το σπίτι», άκουσα κι αμέσως έπεσαν πάνω μου τα παπαγαλάκια των κυπαρισσιών να με ραμφίσουν για την ονειροπαρμένη μου φύση. Τόσο απλά: «Θα χρειαστούμε το σπίτι». Τσοπ – τσοπ. Ψάξιμο, απογοήτευση, μετωπική με την πραγματικότητα του 2025 (όχι πως το 2019 ήταν αλλιώτικα τα πράγματα), μεταφορική, αποθήκες, κούτες, κλάματα, τα φυτά μου συμπεριφέρονται σαν να είναι χειμώνας, ακρίβεια, παραλογισμός, πείσμα.
Αρρωστημένα μυαλά οραματίζονται «δημοκρατίες» και «κράτη» που χρειάζεται να σκοτώνουν παιδιά για να εδραιώσουν την «ασφάλειά» τους. Δεν έχουν πρόβλημα να κάνουν business με δολοφόνους, να τους σφίγγουν το χέρι χαμογελώντας και να φωτογραφίζονται μαζί τους. Κι ύστερα έρχονται και μας λένε: «ούτε εμείς θέλουμε να σκοτώνονται άμαχοι. Τι νομίζετε, ότι εσείς είστε πιο ευαίσθητοι από εμάς;». Ναι, είμαστε.
Παιδιά, που κραυγάζουν για το αυτονόητο. Που οι μέρες τους δεν έχουν όνομα, που το αίμα τους είναι μια μόνιμη, κατακόκκινη κατακλείδα πάνω από το μέτωπό τους.
Περπατούσε αργά και περήφανα. Βλοσυρός, ψηλός, εύσωμος, σοφός σε εκείνες τις κουβέντες, στο στέκι της Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε σοκολατίνες και νεοφώτιστους καλλιτέχνες. Ο ταυτοτικός ποιητής από τα υψώματα της ορεινής Αρκαδίας. Ο στιχουργός των μεγάλων τραγουδιών.
Μητέρα είναι η αγάπη. Η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο κι ο χειμώνας. Σε όποιο σημείο του δρόμου και να βρίσκεσαι. Είναι οι αναμνήσεις, που θα αγωνιστεί να μη χάσει, ακόμη κι αν αδειάσει το βλέμμα. Το ίδιο κι εσύ.
Τα τελευταία χρόνια ζω σ’ ένα χωριό στην άκρη του βουνού, σε υψόμετρο περίπου 1500 μέτρων. Οι άνθρωποί μου δεν πίστεψαν ποτέ ότι θα έρθω να εγκατασταθώ εδώ. Όταν μοιραζόμουν μαζί τους – μεταξύ σοβαρού και αστείου – το πλάνο διαφυγής μου, άκουγα την ψύχραιμη απάντηση του στιλ: «Πας καλά; Πώς γίνεται να τ’ αφήσεις όλα πίσω σου και να σηκωθείς να φύγεις;». Κι όμως, γίνεται.
[mc4wp_form id="278"]