Πριν δέκα χρόνια, καλοκαίρι πάλι, μπροστά μου, μια γυναίκα απάγγελνε το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.». Καθισμένη στον καναπέ της, φορούσε μαύρα γυαλιά και κόκκινο κραγιόν. Τα καλά της. Ήταν 87 χρόνων και είχε τέλεια μαλλιά. Έμενε στην οδό Καψάλη. Κάπνιζε.

«Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά—
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίζουνε από
τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε».

Κοιτούσε μία εμένα, μία μια φωτογραφία σκέτη, του ποιητή, καρφιτσωμένη στον τοίχο. Έκλαιγε παράξενα. Δάκρυα που βούλιαζαν στις ρυτίδες της και τελείωναν στο αδιάβροχο κραγιόν. Παχιά δάκρυα.

«Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
οι ίδιοι στα παιδιά τους

Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
των παιδιών τους.

Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται
η Τράπεζα Συναλλαγών
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται—
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
—εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν—
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,
τις ωραίες εκκλησιές
Η Ελλάς των Ελλήνων
».

Σιωπή. «Ήταν ωραίος άνθρωπος ο Μανόλης». Κοιτούσαμε και οι δύο τη φωτογραφία. Τη σκέτη, χωρίς την κορνίζα και το τζαμάκι. Είχε φως απογεύματος και ηχώ γέλιου. Η φωτογραφία. Η γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά και το κραγιόν ήταν η Λούλα Αναγνωστάκη. Η αδερφή του. Εκείνη την ημέρα, θυμήθηκε πολλά. Αλλά, όπως μου έλεγε, κάθε μέρα θυμόταν.

Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σπούδασε ιατρική. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα». Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951. Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα το 1942. Εξέδωσε επίσης το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων, των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια. Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία. Πολλά ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί σε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά.

[mc4wp_form id="278"]