
Την περασμένη Δευτέρα, 9 Ιουνίου, βρέθηκα στο θέατρο του Λυκαβηττού για να παρακολουθήσω τη συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Το πρόγραμμα ξεκίνησε με το γνωστό – ή κι όχι τόσο γνωστό– τραγούδι του “Requiem“, στο οποίο κυριαρχεί σε κάποιο σημείο ο στίχος «ήρθε το τέλος του κόσμου».
Μάλιστα. Ήξερα ότι θα μελαγχολήσω, γι’ αυτό πήγα, άλλωστε. Όμως ήθελα να συμβεί γλυκά μέσα από το πρίσμα της χαμένης μου εφηβείας. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για κάτι περισσότερο, πόσω μάλλον να προβληματιστώ για το επερχόμενο τέλος του κόσμου (λες και δεν το κάνω συστηματικά, το τελευταίο διάστημα). Προσπάθησα να εστιάσω την προσοχή μου αλλού: στον ήχο, στον κόσμο γύρω μου, στα σόλο των εξαιρετικών μουσικών, σε στίχους, όπως «θ’ αγαπηθούμε με τις καρδιές στα χέρια», όμως κάτι μέσα μου δε με άφηνε. Το «αφεντικό» μυαλό μου είχε κάνει τη δουλειά του.
Λες να έρχεται το τέλος του κόσμου; Τουλάχιστον, έτσι όπως τον ξέρουμε μέχρι σήμερα; Σίγουρα, η κατάσταση που επικρατεί γύρω μας δεν είναι ενθαρρυντική. Και πώς να είναι, όταν χέρια, που στάζει ακόμα το αίμα από τα δάχτυλά τους, πατούν κουμπιά και σημαδεύουν πυρηνικές εγκαταστάσεις; Και πώς να είναι, όταν ένας νάρκισσος ηλικιωμένος, που υποτίθεται ότι κρατάει τον πλανήτη στα χέρια, του απαντάει στην απειλή ενός παγκοσμίου πολέμου με φράσεις, όπως «τώρα, ήρθε η ώρα να τον πιείτε»; Και πώς να είναι, όταν παρακολουθούμε μια γενοκτονία σε ζωντανή μετάδοση και η ηγεσία του «στολισμένου», με πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά, δυτικού κόσμου, παρακολουθεί άπραγη – στη χειρότερη περίπτωση –συμβάλλει καθοριστικά στο να μην τελειώσει αυτή η ντροπή;
Έχοντας μεγάλη αγάπη για την ιστορία, έχω την εντύπωση ότι η κατανόησή της σε βάθος έχει τη δυνατότητα να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Το να μοιράζεσαι, για παράδειγμα, μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν από σκοτεινές εποχές – όπως το Ολοκαύτωμα ή άλλες γενοκτονίες – μοιάζει με το χτύπημα ενός συναγερμού που φωνάζει: αυτά δεν πρέπει να ξανασυμβούν. Κι όμως εξακολουθούν να συμβαίνουν. Πώς είναι δυνατόν; Μήπως υπάρχουν πάρα πολλοί κακοί άνθρωποι από όσους θα έπρεπε;
Η συγγραφέας Elif Shafak δίνει μια απάντηση σε ανθρώπινο – όχι πολιτικό – επίπεδο: ασφαλώς υπάρχουν κακοί άνθρωποι, αλλά είναι σχετικά λίγοι και δεν μπορούν μόνοι τους να προκαλέσουν τόση δυστυχία. Τα κακά πράγματα συνεχίζουν να συμβαίνουν όχι επειδή το αντίθετο του καλού είναι το κακό, αλλά επειδή το αντίθετο του καλού είναι η αναισθησία. Είναι η στιγμή που γινόμαστε απαθείς, που χάνουμε την ευαισθησία μας, που αποσυνδεόμαστε ο ένας από τον άλλον. Είναι η στιγμή που παύουμε να νιώθουμε τι μπορεί να σημαίνει η ιστορία κάποιου που ζει στην άλλη άκρη του κόσμου. Η στιγμή που σταματάμε να νοιαζόμαστε.
Κι αν νιώθεις ανήμπορος να αλλάξεις μόνος σου τον κόσμο – όπως νιώθω κι εγώ – τουλάχιστον μην σταματήσεις να νοιάζεσαι. Κι αν πιστεύεις ότι όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο – όπως πιστεύω κι εγώ – τουλάχιστον μην πάψεις να ψάχνεις εκείνα τα άτομα που νιώθουν το ίδιο. Μπορεί κάποια στιγμή, όλα μαζί να καταφέρουμε ανοίξουμε ρωγμές στον τοίχο της αναισθησίας που χτίζεται σιωπηλά γύρω μας.
Εγώ, πάντως, τη μέρα που θα έρθει το τέλος του κόσμου, θα βάλω τα καλά μου – όπως λέει και το τραγούδι στην αρχή. Θα ανέβω κάπου ψηλά να δω το τελευταίο ηλιοβασίλεμα και θα διηγηθώ στο αγέννητο παιδί μου όλα τα όνειρα που δεν πρόλαβα να δω.