Ακούω τον ήχο του κλαρίνου του κι από εδώ που είμαι, εδώ που χάνουν, κάθε τόσο, τον προσανατολισμό τους αρχαία πουλιά και κουρασμένοι αέρηδες, αγιοποιώ ξανά και ξανά το χώμα και τις κοφτερές πέτρες, τις κορυφές και τα παγωμένα νερά, τα μονοπάτια των ηρώων, τα ίχνη της πετροπέρδικας, τα βελούδινα κέρατα του ζαρκαδιού, την ερημιά της πληρότητας.

«Διασχίζω» τις ανάσες του. Ξεθωριασμένοι συγγενείς σε ανώνυμες πατρίδες, αγάπες στο χείλος του γκρεμού, ελπίδα πάνω στο τίποτα, ο λυγμός στα ακόρεστα νερά του Αχέροντα, η ζωή που νικάει, πυκνή κι όλο δωρικότητα, ο τόπος και οι αναγεννημένες ξέρες του. Το σπάνιο ανθρώπινο σκαρί, με τους φορτωμένους ώμους και τις ρυτίδες, που φτάνει μέχρι τον ουρανό κι έπειτα ξανάρχεται στη γη για να την περπατήσει πάλι και πάλι. Αργά, αλλά σταθερά. Χωρίς σπατάλες στα σωθικά: οι ιστορίες είναι πολλές, οι ιστορίες δεν τελειώνουν.

Ο αξεπέραστος, ο μέγιστος Πετρολούκας Χαλκιάς πέθανε χθες. Θέλω να φαντάζομαι ήσυχα. Εκεί, στους πρόποδες της Κουτσοκράνας κι εμπιστευόμενος τον ύψιστο λυρισμό του σε όσους αγάπησαν την ηχώ των βουνών.

Το περσινό καλοκαίρι, πάλι σε ένα ηπειρώτικο πανηγύρι, και διασχίζοντας τη μικρή πλατεία, έκατσε στο κέντρο, με το κλαρίνο του. Τεράστια, μακριά δάχτυλα, έμοιαζε βουρκωμένος, αυτοσχεδίαζε τη ροή μιας γεμάτης ζωής, που κινείται πάντα προς τον ήλιο. Όλοι ησύχασαν. Ακόμη και εκείνοι που χόρευαν. Επιβλήθηκε μια αόρατη «τάξη», απλώς για να υπάρξουμε όλοι σε έναν κοινό τόπο. Για να κάνουμε χώρο στην ανάγκη. Για να κλείσουμε τα μάτια και να μυρίσουμε τα ρουμάνια και τις ζεστές κοιλάδες. Για να αγγίξουμε την ανάγλυφη αλήθεια.

Πίστευα ότι είναι αθάνατος. Είχε, εξάλλου, αθροίσει τόσες στιγμές αθανασίας.

Θα γίνει αέρας μαζί με το κλαρίνο του. Αυτό επιτάσσει το δίκιο. Αλλά τίποτα δεν έχει χαθεί από το συμπαγές σώμα της ψυχής του. Πώς μπορεί; Πώς μπορεί να καταδικαστεί σε α-συνέχεια η πιο πολύτιμη φλούδα ζωής: αυτή της ταπεινότητας, της συμμετοχής, του κόπου, της πίστης στο ωραίο και το συγκλονιστικό. Αντίο, σπουδαίε μου.

Πετρολούκας Χαλκιάς γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου 1934 στο Δελβινάκι Πωγωνίου, τόπο καταγωγής της μητέρας του Καλλιρρόης, το γένος Χαρισιάδη, μουσικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Περικλής, καταγόταν από το χωριό Καστάνιανη Πωγωνίου, και ήταν κλαριντζής. Ο ίδιος, ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το κλαρίνο σε ηλικία 11 ετών, παρά την άρνηση του πατέρα του, ο οποίος ήταν από τους καλύτερους οργανοπαίχτες και μαθήτευσε δίπλα στο Φίλιππα Ρούντα (γνωστό ως «το καλύτερο κλαρίνο του Ζαγορίου»), με την βοήθεια του οποίου έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση στην ηλικία αυτή. Ύστερα από το γεγονός αυτό πήγε στην Αθήνα, όπου έπαιξε μαζί με τον πατέρα του και τον βιολιστή αδελφό του Αχιλλέα (1937–2015) και όπου έκανε την πρώτη ραδιοφωνική του εμφάνιση.

Το 1960, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου παρέμεινε 20 χρόνια διαδίδοντας την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Το 1979, επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έπαιξε σε γνωστά μουσικά κέντρα και σε συναυλίες, εμφανίστηκε σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και συμμετείχε σε ηχογραφήσεις και δίσκους με γνωστούς καλλιτέχνες. Ήταν παντρεμένος με την Μαρία (σκοτώθηκε σε τροχαίο), με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Γιάννη, γιατρό, τον Μπάμπη (1965–2018), ο οποίος ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του στο κλαρίνο, και την Ολυμπία. Απεβίωσε στις 15 Ιουνίου 2025, σε ηλικία 90 ετών.

«Το κλαρίνο είναι η ζωή μου. Ό,τι άλλο θα μπορούσα να το σταματήσω, εκτός από αυτό. Όταν έχω το κλαρίνο στα χέρια μου, ξεχνιέμαι και μπορώ να παίζω ολόκληρες ώρες, ολόκληρα βράδια. Εμείς οι δημοτικοί είμαστε αυτοδίδακτοι. Προσπαθούμε πάντα να μπαίνουμε στην ψυχή των παλιότερων. Έχω πάρει τραγούδια από πολλούς παλιούς καλλιτέχνες. Βάζω κι ακούω τον καθένα τι αυτοσχεδιασμό κάνει και πώς τον κάνει, γιατί αν κάποιος καταλαβαίνει τη γλώσσα του κλαρίνου, τότε βρίσκει πολλά πράγματα. Αυτοί ζήσανε σε μια πολύ διαφορετική κοινωνία, αληθινή. Σήμερα έχουν αλλάξει τα πάντα. Εκείνοι έπαιζαν με την ψυχή τους. Αν ακούσεις ένα παλιό κλαρίνο θα το ακούσεις καθαρό και ξάστερο, όπως είναι ο ήλιος».

[mc4wp_form id="278"]