
Ξαπλώνω στο μπαλκόνι. Πόλη της παιδικής μου Νεφελοκοκκυγίας. Με προστάζει: αγνάντευε, κοίτα τον ήλιο, φύγε, έλα, θυμήσου, νιώσε ελαφριά, δες, άκου, κυρίως άκου. Λίγα λεπτά, για να ακούς, κάθε μέρα. Μου το υπόσχεσαι; Ναι, ναι, εγώ.
Πονάνε τα αυτιά μου στην κυριολεξία. Ακούω το όνομά μου και το «ρ» κυλάει ψεύτικα. Αλήθεια. Τι να κάνω; Επανάλαβε τις στιγμές που αποκτούσες φτερά, μού λέει ο οχτάχρονος εαυτός μου.
Ωραία.
Κύμα: Αφρώδες και αλμυρό. Σαν σεντονάκι. Ήχοι επανεκκίνησης.
Τζιτζίκια πάνω στον πλάτανο: Εξωστρεφή και σοφά. Ζήσε το παρόν και άσε το παρελθόν για το μέλλον.
Παγάκια: Χρου χρου. Το υγρό σύμφωνο του ονόματός μου επανέρχεται κατευθείαν από τα απλά και τα στιγμιαία.
Το γέλιο. Ο ήχος της συγγένειας, της οικειότητας, της κοπιαστικής συνέχειας.
Η σιωπή. Ο ήχος των άστρων.
Όταν ήμουν μικρή, είχα την Νεφελοκοκκυγία. Τόσο απλά, τόσο μοιραία, τόσο αναπόφευκτα. Και το θυμήθηκα σήμερα.