Μία εξ-αιρετική ματιά για την περίοδο της εμμηνόπαυσης και τη δύναμη που υπάρχει μέσα σε αυτήν τη μεταμόρφωση του μη-αίματος.
Είναι λίγα (πολύ λίγα) τα χρόνια που έχουμε αρχίσει να μιλάμε ανοιχτά για την εμμηνόπαυση. Μία ανάρτηση στο Facebookαπό τον Μάνο Λαμπράκη δεν μιλά απλά ανοιχτά για την εμμηνόπαυση, την βάζει σε μία ξεχωριστή θέση μέσα στο σύμπαν του φύλου, της γυναικείας υπόστασης, της ματιάς της Εκκλησίας. Μία αιρετική ίσως αφήγηση για την εμμηνόπαυση που αξίζει να διαβάσουμε και να σκεφτούμε.
«Η εμμηνόπαυση δεν είναι απλώς ένα βιολογικό πέρασμα, είναι ένα θεολογικό συμβάν που δεν έχει ακόμη θεολογηθεί. Η Εκκλησία, ενώ διεκδικεί την καθολικότητα του σώματος και την ενανθρώπιση ως καρδιά του σωτηριολογικού γεγονότος, παραμένει άφωνη απέναντι στη γυναίκα που εισέρχεται στην περίοδο της σιωπηλής ατροφίας της γονιμότητας. Κι αυτή η σιωπή δεν είναι ουδέτερη. Είναι βαθιά πολιτική, ψυχαναλυτικά συγκροτημένη, εκκλησιολογικά αποκλειστική.
Η γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση δεν είναι αμαρτωλή, δεν είναι ακάθαρτη, δεν είναι επικίνδυνη. Είναι κάτι πιο απειλητικό: είναι απρόβλεπτη. Γιατί το σώμα της δεν υπηρετεί πια την προσδοκία, ούτε της επιθυμίας, ούτε της αναπαραγωγής, ούτε της εξιλέωσης. Δεν είναι πλέον ούτε μητέρα, ούτε κόρη, ούτε νύφη, ούτε παρθένα. Δεν υπακούει πια σε κανένα λειτουργικό ή κοινωνικό υποκείμενο φύλου. Είναι σώμα χωρίς αφήγηση. Και αυτή η αφωνία προκαλεί πανικό σε κάθε σύστημα που δομείται πάνω στην παραγωγή νοήματος μέσω της λειτουργικής ταξινόμησης.
Η Εκκλησία, αν και προσεύχεται στον Θεό της Άννας, της Σάρας, της Ελισάβετ, της Θεοτόκου, και άλλων μεταγεννητικών και προγεννητικών σωμάτων, αρνείται να στήσει οποιαδήποτε θεολογία πάνω στην περίοδο της ερημώσεως – την περίοδο εκείνη που το αίμα έχει πια πάψει να μιλά. Και είναι παράδοξο, γιατί πολλές από αυτές τις γυναίκες είναι αγίες του περάσματος, της μετάνοιας, της στειρότητας, της καθυστερημένης γονιμότητας, της γεροντικής γέννησης. Κι όμως η εμπειρία της εμμηνόπαυσης, του σώματος που ούτε προσδοκά, ούτε συλλαμβάνει, παραμένει ανεπεξέργαστη.
Δεν υπάρχει καμία ευχή για την εμμηνόπαυση. Δεν υπάρχει καμία ακολουθία για τη μετάβαση. Δεν υπάρχει καμία λόγια, ποιητική, λειτουργική γλώσσα για το τέλος του κύκλου. Η Εκκλησία δεν έχει θεολογήσει το γεγονός της σιωπής του αίματος. Κι όμως, αυτό το αίμα –το μη χυμένο– είναι το πιο μυστηριακό. Είναι η πιο βαθειά μεταμόρφωση. Είναι η στιγμή που η γυναίκα μεταβαίνει όχι στη γηρατειά, αλλά σε μια άλλη εσωτερικότητα: σε μια άγονη μυστικότητα, σε έναν τρόπο ύπαρξης που αρνείται να γίνει φανερός, επιτελεστικός, χρήσιμος.
Η σύγχρονη κοινωνία δεν αντέχει την απουσία, ούτε το ανεξήγητο. Καταναλώνει διαφάνεια, ροή, ταυτότητα. Η εμμηνόπαυση, ως το σώμα που παύει να εξηγείται, που δεν δίνει σημεία, που δεν παράγει αφήγηση, είναι η απόλυτη σκιά μέσα στην κοινωνία της φωταγώγησης. Η Εκκλησία, καθώς δεν τολμά να στήσει θεολογία πάνω στο σώμα που σιωπά αλλά δεν έχει πεθάνει, αρνείται τη δυνατότητα αυτού του σώματος να είναι ιερό, καρποφόρο, μυστικό.
Η γυναίκα στην εμμηνόπαυση δεν είναι πριν το θαύμα ούτε μετά την κρίση. Είναι πέρα από το έργο. Είναι εκεί που σταματά η μυθολογία του «θηλυκού» και ξεκινά μια άρρητη αγιοπνευματική οντολογία, που η Εκκλησία δεν γνωρίζει πώς να αγγίξει. Γιατί αυτή η γυναίκα δεν χρειάζεται πια να γίνει αποδεκτή: είναι ήδη εκεί, γυμνή, ήσυχη, χωρίς λόγο να αιμορραγεί ή να καθαρθεί. Και μέσα σε αυτή την απογύμνωση, η Εκκλησία χάνει το έδαφος, γιατί δεν έχει καμία λειτουργία να της επιτεθεί.
Η εμμηνόπαυση, αν ιδωθεί ως πνευματική και πολιτική φάση, είναι το τέλος της υπακοής στο χρονόμετρο του φύλου. Είναι η παραίτηση από το μέλλον και ταυτόχρονα η είσοδος στο άχρονο. Και αυτό την καθιστά επικίνδυνη, απρόβλεπτη, θεολογικά αμήχανη. Όχι γιατί αποστασιοποιείται από τη ζωή, αλλά γιατί την αγκαλιάζει χωρίς υποχρέωση παραγωγής, χωρίς αναμονή, χωρίς εντολή. Η γυναίκα αυτή δεν είναι πλέον χρήσιμη για κανένα δόγμα. Και ακριβώς εκεί, αποκαλύπτεται το άκτιστο φως.
Η Εκκλησία θα έπρεπε να σκύψει πάνω από αυτό το φως. Να θεολογήσει την εμμηνόπαυση όχι ως τέλος, αλλά ως είσοδο στην περιπλάνηση της σοφίας. Όχι ως γήρας, αλλά ως μεταγόνιμη φανέρωση. Η γυναίκα που δεν αιμορραγεί, είναι η γυναίκα που πλέον δεν επιδέχεται μετάνοια, διότι έχει ήδη διανύσει τον κύκλο του σώματος. Είναι εκείνη που εγκατοικεί πλέον στο άχρονο, στη διάφανη παρουσία που δεν έχει όνομα, ούτε κοινωνικό ρόλο, ούτε καν θεολογική λειτουργία. Είναι το σώμα που έχει πια πάψει να μιλά, γιατί έχει ήδη πει όλη την αλήθεια.
Αυτό το σώμα πρέπει η Εκκλησία να το υποδεχτεί. Όχι με τιμές ούτε με ακολουθίες. Αλλά με σιγή. Με τόλμη. Με την επίγνωση ότι εδώ δεν τελειώνει το φύλο, αλλά τελειώνει ο φόβος του φύλου. Γιατί η γυναίκα στην εμμηνόπαυση δεν είναι χωρίς φύλο, είναι μετά το φύλο.Και μετάτοφύλο αρχίζει η Βασιλεία».
[mc4wp_form id="278"]
