Μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Applied Physiology εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στην ενυδάτωση, τη συνήθη πρόσληψη υγρών και την αντίδραση του οργανισμού στο ψυχοκοινωνικό στρες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η χαμηλή κατανάλωση υγρών και η υποβέλτιστη ενυδάτωση σχετίζονται με μεγαλύτερη αύξηση της κορτιζόλης στο σάλιο κατά τη διάρκεια στρεσογόνων καταστάσεων, στοιχείο που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στη μακροπρόθεσμη υγεία.
Η σημασία της ενυδάτωσης
Η μειωμένη κατανάλωση νερού συχνά οδηγεί σε πιο σκούρα και λιγότερα ούρα, αλλά και σε αυξημένη ενεργοποίηση ορμονών που ρυθμίζουν την κατακράτηση υγρών, όπως η αργινίνη βαζοπρεσίνη. Αυτή η αλυσιδωτή αντίδραση μπορεί να ενισχύσει την παραγωγή κορτιζόλης, της βασικής ορμόνης του στρες. Όταν η κορτιζόλη παραμένει υψηλή ή ακολουθεί διαταραγμένο ρυθμό, επηρεάζονται η ανοσία, ο μεταβολισμός και οι μηχανισμοί φλεγμονής.
Η μελέτη περιέλαβε 32 υγιείς ενήλικες ηλικίας 18–35 ετών, χωρισμένους σε άτομα με χαμηλή πρόσληψη υγρών (LOW) και άτομα με υψηλή πρόσληψη (HIGH). Οι συμμετέχοντες παρακολούθησαν για επτά ημέρες τη συνήθη πρόσληψη υγρών τους, πριν υποβληθούν στο Trier Social Stress Test (TSST), μια τυποποιημένη δοκιμασία πρόκλησης στρες. Συλλέχθηκαν δείγματα σάλιου, ούρων και πλάσματος, με στόχο την εκτίμηση βιοδεικτών ενυδάτωσης και της αντιδραστικότητας της κορτιζόλης.
Η ομάδα με υψηλή πρόσληψη υγρών εμφάνισε καλύτερους δείκτες ενυδάτωσης, αλλά παρόμοια επίπεδα άγχους και καρδιακού ρυθμού σε σχέση με την ομάδα χαμηλής πρόσληψης. Ωστόσο, όσοι έπιναν λιγότερο νερό είχαν υψηλότερα βασικά επίπεδα κορτιζόλης και πιο έντονη κορυφωτική αντίδραση μετά την πρόκληση στρες. Η ενυδάτωση φάνηκε να συνδέεται με μειωμένη αντιδραστικότητα της κορτιζόλης.
Τι σημαίνουν τα αποτελέσματα
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η χρόνια χαμηλή κατανάλωση νερού μπορεί να αυξήσει την ευαλωτότητα του οργανισμού σε ψυχοκοινωνικό στρες, πιθανώς επηρεάζοντας τη μακροπρόθεσμη υγεία. Ωστόσο, η μελέτη περιορίζεται στο ότι αποτυπώνει συσχετίσεις και όχι αιτιώδεις σχέσεις, ενώ το μικρό δείγμα και η βραχεία διάρκεια αποτελούν σημαντικούς περιορισμούς. Δεν εξετάστηκαν επίσης διαφορές φύλου, κάτι που περιορίζει τη γενίκευση των αποτελεσμάτων.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι απαιτούνται μεγαλύτερες και μακροχρόνιες μελέτες για να διαπιστωθεί εάν η ενυδάτωση μπορεί να λειτουργήσει ως προστατευτικός παράγοντας απέναντι στο στρες και να μειώσει τον κίνδυνο χρόνιων νοσημάτων.
Πηγή: Cibum
