Η Έλλη Ιγγλίζ αφέθηκε σ’ ένα φυσικό ρεύμα που την οδήγησε στο δρόμο των τεχνών. Από τότε, έμαθε να εκφράζεται μέσα από το σώμα, τον ήχο, τη φωνή και τον λόγο. Εμπνεόμενη από την ίδια τη ζωή, πιστεύει ότι η ποίηση υπάρχει μέσα σε κάθε μορφή τέχνης. Αγαπάει την αφαίρεση και χτίζει το μέλλον της σε κάθε παρόν, συνεχίζοντας έτσι το ταξίδι της. Συμμετέχει στην εξαιρετική παράσταση της «Ορέστειας», σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου που συνεχίζει και φέτος την καλοκαιρινή της περιοδεία. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μιλήσαμε για την προσωπική της διαδρομή στο θέατρο, τη μουσική και την ποίηση, τον διαχρονικό ρόλο της τέχνης, τη σημασία του υλικού της αρχαίας τραγωδίας.

Είσαι απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Ε.Κ.Π.Α. Έχεις, επίσης, εκδώσει την ποιητική συλλογή «Θρυαλλίς», η οποία – αν διάβασα σωστά – περιλαμβάνει και δικά σου εικαστικά έργα. Τι σε ώθησε ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο των τεχνών;

Ναι, πράγματι, στη «Θρυαλλίδα» περιλαμβάνονται ζωγραφικά μου έργα ως μια εικαστική αποτύπωση συγκεκριμένων ποιημάτων της συλλογής. Προσωπικά, η πρώτη επαφή με την τέχνη ήταν με τη μουσική. Η ώθηση είναι φυσική, καθώς νομίζω ότι η τέχνη είναι περισσότερο τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας. Ένας τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο. Μια διαρκής αναζήτηση μέσω των αισθήσεων, αλλά και του παιχνιδιού, αφού στην τέχνη και τα δύο αυτά στοιχεία είναι με έναν τρόπο παρόντα.

Αυτές οι πολλαπλές σου ιδιότητες λειτουργούν ενισχυτικά η μία προς την άλλη ή υπάρχουν φορές που συγκρούονται δημιουργώντας μέσα σου κάτι σαν κρίση ταυτότητας;

Για ‘μένα, λειτουργούν ενισχυτικά, καθώς το ένα πεδίο ανοίγεται, επικοινωνεί, προσφέρει χώρο και χρόνο στο άλλο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Θρυαλλίδα», καθώς από τα ποιήματα προέκυψαν τα εικαστικά έργα, αλλά και η μουσική της συλλογής, για πιάνο και βιολί. Πιο συγκεκριμένα, έγραψα κομμάτια για πιάνο, που αναφέρονται σε ποιήματα της συλλογής και το μέρος του βιολιού συνδιαλέγεται με το πιάνο κυρίως μέσω του μουσικού αυτοσχεδιασμού από τον Διονύση Βερβιτσιώτη. Μάλιστα, πρόσφατα, η συλλογή κυκλοφόρησε και σε μορφή audiobook με την αφήγηση των ποιημάτων από τους αγαπημένους φίλους και συναδέλφους Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη, Κατερίνα Βλάχου, Ηλία Κουνέλα, Διονύση Βερβιτσιώτη κι εμένα, και την αφήγηση των ποιημάτων την πλαισιώνουν τα μουσικά έργα. Σε αυτήν την περίπτωση, ήταν ένα πολύ δημιουργικό αποτέλεσμα ένωσης διαφορετικών τρόπων διαστάσεων και μορφών της τέχνης.

Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο, αλλά αν προσπαθούσες να ιεραρχήσεις – έστω και διαισθητικά – το θέατρο, τη μουσική και την ποίηση, ποια μορφή τέχνης θα έβαζες πρώτη; Σε ποια νιώθεις μεγαλύτερη ελευθερία;

Αρχικά νομίζω ότι το υλικό της τέχνης, ως επιθυμία έκφρασης του ανθρώπου, είναι ενιαίο, απλώς εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, μέσα και μορφές. Έπειτα, το στοιχείο της ελευθερίας και της ποίησης αισθάνομαι ότι ενυπάρχει μέσα σε όλα. Η ελευθερία της έκφρασης και η επιθυμίας της υπάρχει στην καλλιτεχνική δημιουργία και η ποίηση από την άλλη υπάρχει στη μουσική ως ποιητική του ήχου και στο θέατρο ως ποιητική του σώματος και του λόγου.

Συμφωνώ απόλυτα. Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στη μουσική; Υπάρχει κάποιο είδος ή δημιουργός που νιώθεις πως σε έχει καθορίσει;

Το στοιχείο που με γοητεύει στη μουσική είναι το συγκινησιακό φορτίο, που φέρει ταυτόχρονα με την αφαίρεση και τη συνθετική δομή της. Σαν να μας μιλά, χωρίς να μας εξηγεί. Για ‘μένα συνθέτες, των οποίων η επίδρασή τους υπήρξε πολύ έντονη, είναι ο Γιάννης Χρήστου γιατί τα έργα του πηγαίνουν πέρα από τα όρια της μουσικής, τολμώντας να αποτυπώσει αυτά που ήθελε να εκφράσει με πολύ πρωτοποριακό, φιλοσοφικό και μοναδικό τρόπο. Ο J. S. Bach, με την φοβερή συγκίνηση που δημιουργεί ταυτόχρονα με την σχεδόν αρχιτεκτονική – μαθηματική δομή των έργων του. Ο L. V. Beethoven, που το στοιχείο της δύναμης και της ευθραυστότητας, του ήχου και των παύσεων είναι δομημένα με εκπληκτική διαδοχή.

Έπειτα, σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος με συγκινεί πολύ η ροκ μουσική, που τη δεκαετία του ‘60 έφερε κοινωνικά μια πολύ δυναμική αλλαγή στα μουσικά δεδομένα της εποχής. Αισθάνομαι ότι και στην μουσική η ουσία της είναι ενιαία, αλλάζουν τα ζητούμενα και εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την κουλτούρα, την κοινωνία και την ιστορική περίοδο κατά την οποία γράφεται και παίζεται.

Έχεις πάρει μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις, δουλεύοντας με σημαντικούς ανθρώπους του χώρου, όπως ο Σάββας Στρούμπος, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός και ο Κώστας Τσιάνος. Υπάρχει κάποια στιγμή που ξεχωρίζεις στη θεατρική σου διαδρομή;

Όλες οι παραστάσεις αποτελούν για μένα πλούτο και είναι σημαντικές, καθώς μια θεατρική παράσταση είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός με τη δική του ξεχωριστή ομορφιά και σημασία. Η επαφή μου με το Θέατρο Άττις και τη μέθοδο του Θεόδωρου Τερζόπουλου, έφερε μια αλλαγή στον τρόπο αντίληψης που είχα για το σώμα, την αναπνοή, και τη φωνή, έκτοτε έφερε και τη συνεργασία μου με την Ομάδα Σημείο Μηδέν με σκηνοθέτη τον Σάββα Στρούμπο, ο οποίος είναι στενός συνεργάτης του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Η έρευνα πάνω στο σώμα, η απελευθέρωση των εκφραστικών του μέσων και τη μελέτη πάνω στην αναπνοή, ήταν μια σημαντική αλλαγή οπτικής, καθώς στη σύγχρονη κοινωνία συχνά αυτά τείνουν να ξεχνιούνται.

Σε είδαμε στην αρχαία τραγωδία «Ορέστεια» του Αισχύλου, μια εξαιρετική παράσταση σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, της οποίας η επιτυχία αναγνωρίστηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σου, αυτή η πλατιά αποδοχή;

Έχω την χαρά και την τιμή να συμμετέχω στην παράσταση της «Ορέστειας» σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου. Αρχικά, το υλικό της τραγωδίας είναι πανανθρώπινο, πέρα από συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, καθώς πηγαίνει σε τέτοιο βάθος μελέτης του ανθρώπου, που αγγίζει την οντολογία. Τέτοια ζητήματα μάς απασχόλησαν από την αρχή και κατά τη διάρκεια των προβών, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Έπειτα, ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο της παράστασης είναι η παρουσία και σημασία του Χορού ως συνόλου, συλλογικότητας, που λειτουργεί με κοινή αναπνοή, κάτι που στη σύγχρονη εποχή και κοινωνία χρειαζόμαστε και είναι πολύ ωφέλιμο να θυμηθούμε και να ξαναβρούμε. Κι ένα άλλο σημαντικό σημείο της παράστασης είναι η έννοια της χρονικότητας. Η σύγχρονη κοινωνία με τους τόσο ταχείς ρυθμούς φαίνεται, πολλές φορές, σαν να αποφεύγει να δώσει χώρο στον χρόνο. Στην παράσταση, σμιλεύονται διαστάσεις του χρόνου μέσα από την κοινή αναπνοή κι έτσι έρχονται στην επιφάνεια η μνήμη και η συγκίνηση.

Διάβασα κάπου ότι το αρχαίο δράμα μαζί με τα ομηρικά έπη, αφηγούνται λίγο – πολύ την ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία – τηρουμένων των αναλογιών – επαναλαμβάνεται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αν δεχτούμε αυτή την άποψη, πόσο βάρος έχει να κρατάς ως ηθοποιός – δημιουργός ένα τέτοιο υλικό στα χέρια σου και πώς το μεταχειρίζεσαι;

Είναι συγκινητικό να σκεφτεί κανείς ότι, από την αρχαιότητα, ο ρόλος της τέχνης ήταν να ανοίγει δρόμους, να αποκαλύπτει καινούριες διαστάσεις, να θέτει ερωτήματα. Νομίζω ότι το υλικό που είναι οι λέξεις και το κείμενο, αποκαλύπτουν το ζητούμενο, την κατεύθυνση και το δρόμο. Εκεί χρειάζεται περισσότερη προσοχή κι ευαισθησία στο να μπορέσει κανείς να το αφουγκραστεί και να το ακολουθήσει.

Τι σε εμπνέει για να γράφεις και γιατί επέλεξες την ποιητική φόρμα;

Η ίδια η ζωή με όλες τις αποχρώσεις της. Η ποιητική φόρμα με έλκει λόγω της αφαίρεσης – κάτι που έχει σχέση και με τη μουσική- της συμπύκνωσης και της ομορφιάς της.

Σ’ έναν κόσμο που, μέρα με τη μέρα, γίνεται όλο και πιο δύσκολος, που κυριαρχεί η απανθρωπιά, ο κυνισμός και το κέρδος, πιστεύεις ότι η τέχνη σήμερα καταφέρνει να βρίσκεται στο ύψος που της αναλογεί;

Αν μπορούσα να το αποτυπώσω σε εικόνα, θα έλεγα ότι η τέχνη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση αλλαγής και μεταμόρφωσης, κάτι που δεν είναι καθόλου μια απλή διαδικασία και δεν είναι σε πολλές περιπτώσεις βολικό, καθώς συχνά υπενθυμίζει αυτό που αποσιωπάται. Όμως βρίσκει το δρόμο της και τρόπους να συνεχίζει το έργο της.

Ποιες είναι οι σκέψεις σου για το μέλλον; Τι θα ήθελες να πραγματοποιήσεις στο θέατρο, τη μουσική και το γράψιμο;

Με έναν τρόπο ο χρόνος είναι άθροισμα στιγμών του παρόντος, το μέλλον χτίζεται σε κάθε παρόν, έτσι θα ήθελα να βρίσκομαι στη στιγμή και να συνεχίζω το ταξίδι.

Σε ευχαριστώ πολύ, Έλλη!

Κι εγώ.

*Φωτογραφίες: Αντιγόνη Κουράκου, Johanna Weber

[mc4wp_form id="278"]