Το βρώμικο τσιμέντο, τα «τείχη», ένα ξύλινο, σάπιο τραπέζι, μια ροζ σκουπιδοσακούλα, ένας γλόμπος. Και πάνω στον τσίγκο, και κάτω από τη χαμηλή βεράντα και στο παράξενο υπόγειο, ένα πανέμορφο γατάκι, 5-6 μηνών, άσπρο-γκρι, που δεν ξέρει τίποτα από τον έξω κόσμο. Κάτι έχει προηγηθεί, που έχει σφηνώσει ανάμεσα στα μάτια του τον φόβο. Κάτι. Το γατάκι, λοιπόν, δεν ξέρει ούτε κι από άλματα, ούτε αποφασίζει να εγκαταλείψει «το σκοτεινό σπίτι του». Οι ιδιοκτήτες του σκοτεινού σπιτιού ανύπαρκτοι. Όλοι εμείς τριγύρω, «κάνουμε έναν κύκλο» ο καθένας από το σπίτι του –εγώ σε μπαλκόνι του τρίτου ορόφου και με κάμποση απόσταση από το ζωάκι – και αρχίζουμε να πετάμε φαγητό, σημαδεύοντας το σημείο κάτω από τον γλόμπο.

Πήγε καλά. Έφαγε, καρδάμωσε, κοιμόταν μια βδομάδα σερί. Αλλά ούτε σκέψη για τρεχάλα και φευγιό. Κάποια στιγμή, έβρεξε. Έκατσε κάτω από το ταβάνι και ήπιε το νερό της ζωής του. Άφησε στην άκρη τον λυγμό. Ένιωθε ευτυχισμένο. Τα μάτια έγιναν αλλιώς. Επικοινωνούσαμε. «Ψιτ, ψιτ» εγώ. «Νιάου, νιάου», αυτό. Πιο συγκεκριμένα, μού έλεγε «νιώθω ευγνωμοσύνη». Όταν κουραζόταν πολύ, έμπαινε στο υπόγειο – δεν το έχανα από τα μάτια μου. Αν αργούσε να εμφανιστεί, πετούσα ένα μικρό αμύγδαλο στον τσίγκο, ίσα για τον θόρυβο –καλά, τι δυνατό χέρι έχεις, μου έλεγε η μαμά μου-. Αμυγδαλάκι και «εδώ είμαι, μην ανησυχείς».

Βρήκαμε τρόπο και για τη δίψα του. Να’ ναι καλά η Β. και ο Π.

Αλλά θα γύριζα στην Αθήνα. Η δουλειά, η παλιομετακόμιση. Το μυαλό μου στην τύχη της σταχτοχουφτίτσας. Είχα ήδη βρει την οικογένεια που θα μπορούσε να του δώσει την αγάπη όλης της Γης. Είναι και δική μου οικογένεια.

Και αρχίζει η επιχείρηση. Σοφία, Άγγελος, Βασίλης, Μιλένα, εγώ, κι άλλοι πολλοί. Μέρα, νύχτα, σκαρφάλωμα, σκάλα, με βροχή, ντάλα μεσημέρι, αυτό να κρύβεται, να μη δελεάζεται με τίποτα, φεύγαμε, έβγαινε, ξαναπηγαίναμε, κρυβόταν. Αγωνία όλη η γειτονιά. Τα καταφέρατε; Θα τα καταφέρουμε. Δεν είναι δυνατόν να μείνει εκεί. Ούτε τόσο δα πράσινο, ούτε άνθρωποι κοντά, ούτε ρόδινο μέλλον.

Έχανα τον ύπνο μου. Αλλά η λύση ήρθε. Κι ένα τόσο δα πλάσμα άνοιξε τα μαύρα μάτια του για να τυφλωθεί ανελέητα από τον ήλιο. Τέντωσε τα αυτιά του, χαμογέλασε αληθινά. Έβαλε ολόκληρο το κεφάλι του μέσα στο νερό. Έφαγε, έγινε ένα κουβαράκι για να νιώσει το χάδι. Το χάδι που στερήθηκε όσο τίποτα.

Τώρα όλα θα είναι αλλιώς. Η καινούρια αυλή έχει γρασίδι και μια μπανανιά. Κι ένα ξύλινο σπιτάκι. Και ανθρώπους με ευρύχωρες αγκαλιές. Και το αποτύπωμα του Ν. Το κυριότερο. Ξέρω από τώρα πως όταν το ξαναδώ θα με αναγνωρίσει αμέσως. Θα θυμηθεί το «σύνθημα» με το αμύγδαλο και θα μου πει ότι «εκείνο το βράδυ, στις 27 Αυγούστου, που κάθε μικρό βήμα του γινόταν με τόσο κόπο, κοίταξε ψηλά, είδε το φως της οθόνης του κινητού μου, μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και νιαούρισε εύγλωττα και παρατεταμένα.

Κι από τότε ξεκίνησε η πορεία προς τη ζωή.
Γιατί το παν είναι να ξέρεις πού να κοιτάξεις. Και όσοι κοιτούν ψηλά, δε χάνονται ποτέ.

Σε αγαπώ πολύ, Τσιριμπιμπί μου.

[mc4wp_form id="278"]