Η διατήρηση ενός υγιούς σώματος αποτελεί στόχο για πολλούς, τόσο σε επίπεδο εσωτερικής υγείας όσο και αισθητικής. Ωστόσο, η ρύθμιση της πείνας, του κορεσμού και κατ’ επέκταση του σωματικού βάρους συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, χωρίς να απαιτείται συνειδητή προσπάθεια. Όπως ο καρδιακός ρυθμός, η αναπνοή ή η πέψη, έτσι και η ρύθμιση της όρεξης αποτελεί μια ασυνείδητη λειτουργία του οργανισμού, η οποία καθορίζεται από ένα πολύπλοκο σύστημα ορμονών και σημάτων μεταξύ του εγκεφάλου και των οργάνων του σώματος.

Ο ρόλος των ορμονών στην πείνα και τον κορεσμό

«Ορισμένες ορμόνες έχουν βασικό ρόλο: διασφαλίζουν ότι καταναλώνουμε την ποσότητα τροφής που χρειάζεται ο οργανισμός καθημερινά», εξηγεί η Ρευματολόγος Ελένη Κομνηνού, Διευθύντρια Κλινικής Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων στο Metropolitan General. «Αυτές οι ορμόνες στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο για να ρυθμίσουν πότε πεινάμε και πότε νιώθουμε κορεσμό. Η γκρελίνη και η λεπτίνη αποτελούν δύο από τις βασικές ορμόνες σε αυτή τη διαδικασία, σε συνεργασία με άλλες ορμόνες, όπως το GLP-1, η κορτιζόλη και η ινσουλίνη».

Το σύστημα ρύθμισης της όρεξης είναι κρίσιμο για την ισορροπία του οργανισμού. Όταν διαταράσσεται, μπορεί να οδηγήσει σε υπερκατανάλωση τροφής και μακροπρόθεσμα σε αύξηση του σωματικού βάρους ή παχυσαρκία. Οι ορμόνες λειτουργούν ως χημικοί αγγελιοφόροι που ενημερώνουν τον εγκέφαλο για το πότε και πόσο πρέπει να φάμε.

Γκρελίνη: Η ορμόνη της πείνας

Η γκρελίνη, γνωστή και ως «ορμόνη της πείνας», παράγεται κυρίως από τα κύτταρα του στομάχου και έχει βασικό ρόλο στην έναρξη της πείνας. Όσο περισσότερο χρόνο περνάμε χωρίς φαγητό, τόσο αυξάνονται τα επίπεδα γκρελίνης στο αίμα μας. Όταν η ορμόνη φτάσει στον εγκέφαλο, διεγείρει την όρεξή μας, προετοιμάζοντάς μας για το επόμενο γεύμα. Μετά το φαγητό, η παραγωγή της μειώνεται, στέλνοντας σήμα κορεσμού στον εγκέφαλο.

Γκρελίνη και σωματικό βάρος

Παράδοξα, τα άτομα με παχυσαρκία συνήθως έχουν χαμηλότερα επίπεδα γκρελίνης, ενώ η ορμόνη αυξάνεται όταν κάποιος χάνει βάρος μέσω δίαιτας. Αυτό εξηγεί γιατί πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να διατηρήσουν το νέο τους βάρος. Αντίθετα, μετά από χειρουργικές επεμβάσεις γαστρικής παράκαμψης, τα επίπεδα γκρελίνης παραμένουν χαμηλά, ενισχύοντας τη μακροπρόθεσμη επιτυχία της απώλειας βάρους. Υψηλά επίπεδα γκρελίνης παρατηρούνται επίσης σε διατροφικές διαταραχές όπως η νευρική ανορεξία ή η καχεξία, ως απάντηση στην απώλεια βάρους.

Λεπτίνη: Ο φυσικός ελεγκτής του λίπους

Η λεπτίνη, η «ορμόνη του κορεσμού», παράγεται από τα λιπώδη κύτταρα και ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του ’90. Ο κύριος ρόλος της είναι να ενημερώνει τον εγκέφαλο ότι τα αποθέματα ενέργειας του οργανισμού είναι επαρκή. Όταν τα λιπώδη κύτταρα είναι γεμάτα, η λεπτίνη στέλνει σήμα κορεσμού, μειώνοντας την όρεξη και αυξάνοντας την ενεργειακή δαπάνη μέσω δραστηριότητας. Όταν τα κύτταρα είναι άδεια, η λεπτίνη μειώνεται και ο οργανισμός λαμβάνει σήμα να καταναλώσει τροφή.

Αντίσταση στη λεπτίνη: Όταν η επικοινωνία διακόπτεται

Σε ορισμένα άτομα με παχυσαρκία, παρατηρείται η λεγόμενη αντίσταση στη λεπτίνη: ο εγκέφαλος δεν ανταποκρίνεται σωστά στην ορμόνη, με αποτέλεσμα παρά τα υψηλά επίπεδα λεπτίνης στο αίμα, η όρεξη παραμένει αυξημένη. Συνδυασμός διατροφής και άσκησης μπορεί να επαναφέρει την ευαισθησία του οργανισμού στη λεπτίνη και να οδηγήσει σε μόνιμη απώλεια βάρους.

Ορμόνες και μελλοντικές θεραπείες

«Η γκρελίνη και η λεπτίνη, μαζί με άλλες ορμόνες, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της όρεξης και του σωματικού βάρους», καταλήγει η κ. Κομνηνού. Η κατανόηση της λειτουργίας τους είναι καθοριστική για την ανάπτυξη νέων θεραπειών κατά της παχυσαρκίας και άλλων σχετικών παθήσεων, αποτελώντας ένα από τα πιο ενεργά πεδία έρευνας στη σύγχρονη ιατρική.

[mc4wp_form id="278"]