Η Λουκία Μιχαλοπούλου, ήδη από την εφηβική της ηλικία, ήξερε πως ήθελε να αφιερωθεί σε κάτι, για το οποίο θα μπορούσε ακόμα και να δώσει τη ζωή της — χωρίς τότε να γνωρίζει ακριβώς τι ήταν αυτό. Ο δρόμος την έφερε σ’ έναν τόπο, που, όπως λέει, δεν έχει χρόνο: το θέατρο. Με ευαισθησία, εσωτερική ένταση κι ένα σπάνιο μέτρο στην έκφραση, καταφέρνει, κάθε φορά, να συνδέεται με τις λέξεις των κειμένων και τον φανταστικό κόσμο, που αυτές χτίζουν, μπαίνοντας στη θέση της ηθοποιού-δημιουργού.

Φέτος, επιστρέφει στην Επίδαυρο, με έναν από τους πιο εμβληματικούς και απαιτητικούς ρόλους του αρχαίου δράματος: την Ηλέκτρα. Απόψε, 5 Ιουλίου, είναι η δεύτερη παράσταση της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή, στο αργολικό θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, με τη Λουκία Μιχαλοπούλου να μην σταματά να ερευνά, να σκάβει βαθιά στο υλικό, να διασχίζει περιοχές σκοτεινές, απαιτητικές, αλλά και λυτρωτικές. Μέσα από τα λόγια της, αποκαλύπτεται ένας εσωτερικός κόσμος, που κατοικείται από πάθος, στοχασμό και μια βαθιά αγάπη για την ανθρώπινη εμπειρία. Στη συζήτηση που ακολουθεί, μιλά για το θέατρο ως αναγκαιότητα, για την επαφή της με την αρχαία τραγωδία, για την ψυχική φθορά, αλλά και τη δύναμη της τέχνης να προσφέρει σιγουριά, όταν όλα γύρω μοιάζουν ασταθή.

Λουκία, θυμάσαι ποια ήταν η στιγμή που ένιωσες ότι το θέατρο είναι ο δικός σου δρόμος;

Στην εφηβεία, στα 13 μου, είχα πάθει μια πολύ παράξενη κρίση: δεν ήθελα να μεγαλώσω. Δεν ξέρω, ήταν πολύ παράξενο αυτό το πράγμα. Ήταν η εποχή κιόλας που μας «βομβάρδιζαν» ότι έπρεπε να μπούμε στη διαδικασία να κάνουμε φροντιστήρια, να διαλέξουμε έναν «δρόμο ζωής», το μέλλον μας, με λίγα λόγια. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, αλλά δεν είχα αποφασίσει τι με εξέφραζε. Λοιπόν, τότε, είχα κάνει μια εργασία για τον Βίνσεντ βαν Γκογκ, ο οποίος, σε κάποιο γράμμα του, έλεγε «σε αυτή τη δουλειά, ρισκάρω εγώ τη ζωή και το μισό μου μυαλό χάθηκε γι’ αυτή». Με συντάραξε αυτό.

Και ήσουν μόνο 13.

Ξαφνικά είπα «αυτό θέλω». Χωρίς να ξέρω πάλι τι ακριβώς. Ήταν, όμως, ξεκάθαρο ότι ήθελα να ασχοληθώ με κάτι, το οποίο να μού δίνει τη δυνατότητα αυτού του ρίσκου. Κι αυτό που λέμε «να είσαι σε θέση να δώσεις τη ζωή σου γι’ αυτό». Η συγκυρία αυτή συνέπεσε με ένα θεατρικό εργαστήρι, που υπήρχε τότε στο σχολείο, και στο οποίο έλαβα μέρος. Το θέατρο, η σκηνή, αυτός ο περίεργος τόπος, έμοιαζε να είναι ένας χώρος, που δεν έχει χρόνο και που, ενδεχομένως, να μπορούσα να δοκιμαστώ και να ψάξω αυτό που προανέφερα.

Έχει πολύ ενδιαφέρον, στην εφηβεία, να νιώσεις κάτι τέτοιο.

Ναι. Μου συνέβη κάτι υπαρξιακό. Στο σπίτι μας, υπήρχε η επαφή με την τέχνη – ο πατέρας μου, συγκεκριμένα, είχε ενασχόληση με την τέχνη-, αλλά δεν σήμαινε κάτι αυτό. Δηλαδή, δεν ήταν ότι με οδηγούσε όλο αυτό το κλίμα στον δρόμο της υποκριτικής. Απλώς, μου άνοιγε τη φαντασία με διάφορους τρόπους.

Ωραίο. Υπάρχει κάποια στιγμή από τα χρόνια σου στο θέατρο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ;

Μου μένουν αξέχαστες οι συναντήσεις. Είχα την τύχη και την ευλογία να βρεθώ με πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες. Με το Θέατρο Τέχνης, στο οποίο σπούδασα, -με ενδιέφερε η φιλοσοφία του Τέχνης, ακόμη κι αν δεν υπήρχε, όταν ήμουν εγώ φοιτήτρια- ήταν πολύ ισχυρό το δέσιμό μου. Και με τους δασκάλους του. Με τον Δημήτρη Οικονόμου, τη Ρένη Πιττακή, τον Μίμη Κουγιουμτζή, που πρόλαβα για πολύ λίγο, όπως και με την Κάτια Γέρου, τη Μάγια Λυμπεροπούλου. Ο Λευτέρης Βογιατζής, επίσης, ήταν ένα πολύ μεγάλο σχολείο. Ήθελα σαν τρελή να είμαι στον Λευτέρη από πάρα πολύ μικρή. Και το ότι ήρθε στις διπλωματικές εξετάσεις ήταν, για μένα, πολύ σημαντικό. Γιατί ήθελα να με δει. Και με το που τελείωσα τη σχολή, δούλεψα μαζί του. Από μόνο του αυτό είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο. Είναι μια δεύτερη σχολή, με έναν τρόπο. Έπειτα, ο Γιώργος Μιχαηλίδης, η Ρούλα Πατεράκη, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ο Δημήτρης Μαυρίκιος, ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Στάθης Λιβαθινός, ο Νίκος Μαστοράκης. Δεν θέλω να ξεχάσω κάποιον. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, που οργανώναμε σχέδια, όλα αυτά τα χρόνια, να κάνουμε πράγματα και δεν τα καταφέραμε. Είναι τεράστια η απώλειά του. Με ενέπνεε πολύ αυτός ο άνθρωπος. Κάναμε κάτι συζητήσεις.  Σε μια εποχή, που δεν έχουν μείνει και πολλοί. Μου λείπει, ιδιαίτερα τώρα που είμαι στην Επίδαυρο.

Το καταλαβαίνω, ναι. Σε είχα δει στον μονόλογο «Ανθρώπινη φωνή» του Ζαν Κοκτώ πριν από τρία χρόνια. Πριν έρθω στην παράσταση, διάβασα σε μια κριτική, πως με την ίδια ειλικρίνεια –χωρίς φόβο να εκφράσεις το συναίσθημά σου για ανθρώπους και πράγματα που θαυμάζεις– προσεγγίζεις και τους ρόλους που ερμηνεύεις. Συμφωνείς μ’ αυτή την παρατήρηση;

Αν δεν συνδεθώ με το κείμενο, -αυτό είναι μια προσωπική δουλειά, που δεν έχει να κάνει με τον σκηνοθέτη ή με αυτό που λέμε «επίσημες πρόβες»- , αν δεν καταλάβω τον πραγματικό λόγο που το κάνω, δεν έχει νόημα να συνεχίσω τίποτα. Πιστεύω πάρα πολύ στην προσωπική σχέση με το κείμενο, με το έργο και με τον ρόλο. Αυτό έχει μια πολύ μεγάλη ιστορία για μένα. Που μπορεί να ξεκινά από τις λέξεις μέχρι πώς ανοίγει η φαντασία μου. Κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι μπορεί και να συμπίπτει με την άποψη του σκηνοθέτη. Ο σκηνοθέτης μπορεί να μην ξέρει ποτέ τι ακριβώς συμβαίνει μέσα μου. Πιστεύω πολύ στον ηθοποιό-δημιουργό και όχι στον ηθοποιό-εκτελεστή. Οπότε, είμαι δημιουργός του ρόλου μου. Άρα, συνδέομαι με αυτή την ειλικρίνεια, που λες.

Πρωταγωνιστείς στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου. Χθες, ήταν η πρεμιέρα σας στην Επίδαυρο κι απόψε, η δεύτερη παράσταση. Έχεις πει για την Ηλέκτρα ότι είναι κάτι σαν φαινόμενο. Όπως η ανατολή και η δύση του ήλιου. Κάτι που παρατηρούμε, αλλά ταυτόχρονα είμαστε μέσα. Αυτή η αναλογία πώς αποτυπώνεται στη σκηνή;

Δεν παίζονται ακριβώς αυτά τα πράγματα. Είναι πάρα πολύ μεγάλα. Αν μπεις στη διαδικασία να παίξεις όλα αυτά, που συμβαίνουν σε αυτή την ηρωίδα, θα τρελαθείς. Γι’ αυτό, το φαινόμενο το παρακολουθείς, είσαι πάρα πολύ μέσα, αλλά ταυτόχρονα και παρατηρητής του. Δεν μπορείς να το «χαντακώσεις» με μια δική σου, ας πούμε, αντίληψη. Με την ματαιοδοξία ή τον ναρκισσισμό σου. Θα σε φάει. Είναι πολύ περίεργη η ισορροπία, που απαιτούν αυτά τα κείμενα. Είσαι διαρκώς αντιμέτωπος με αυτή την ισορροπία κι εκεί είναι η μεγάλη δυσκολία. Λέω μέσα μου «αρκεί να το παρακολουθήσω, να το σεβαστώ και να στρέψω το βλέμμα μου προς τα εκεί». Δεν μπορείς να το φτάσεις και είναι και χαζό να λες ότι μπορείς να το φτάσεις. Το παρακολουθείς, το αφήνεις να σε επηρεάσει. Αυτό συμβαίνει και με αυτόν τον μαγικό χώρο. Με το θέατρο της Επιδαύρου. Μοιάζει λίγο με τη θάλασσα. Όσο καλός κολυμβητής και να είσαι, δε σημαίνει ότι η θάλασσα δεν έχει κινδύνους και δεν πρέπει να τη σεβαστείς. Είσαι μέρος της. Αλλά πας και μαζί της. Αν νιώσεις ότι την έχεις κατακτήσει και μπορείς να την κάνεις ό,τι θέλεις, είναι πολύ επικίνδυνο. Η Επίδαυρος το έχει αυτό. Εκεί που νομίζεις ότι είναι πολύ φιλόξενη, ζεστή και πανέμορφη –γιατί είναι-  εκεί μπορεί να σε «κατασπαράξει» κιόλας.

Έχεις τους δικούς του κανόνες.

Ναι. Θέλει σεβασμό και δύναμη. Δεν πας ως εκεί λέγοντας «το’ χω». Δεν το’ χουμε και δεν πειράζει που δεν το’ χουμε. Είναι βλακεία να λέμε ότι το’ χουμε. Αυτό.

Τι σου ζητά η αρχαία τραγωδία, που δεν σου ζητά καμία άλλη μορφή θεάτρου; Και ποια «ελευθερία» σου στερεί;

Σου ζητάει το μέγεθος. Είναι τρομερά τα θέματα που «ξύνουν» αυτά τα κείμενα. Και πόσο πάνω στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα έχουν πει όλα. Θα μπορούμε να παίρνουμε  τα κείμενα αυτά και να φωτίζουμε πλευρές τους, χωρίς να έχουμε άλλη ενασχόληση. Είναι τέλεια. Ζητάει, λοιπόν, το μέγεθος. Το ψυχικό μέγεθος και την ψυχική γενναιοδωρία. Αν δεν υπάρχει μέγεθος, αυτά τα κείμενα δεν μπορούν να σταθούν. Το μέγεθος μπορεί να αποτυπωθεί, όπως σου είπα, εσωτερικά, ο καθένας ψάχνει να βρει τη φόρμα και πώς θα αποτυπωθεί στη σκηνή. Σίγουρα, όμως, ψάχνουμε όλοι ένα μέγεθος. Ο τρόπος είναι, που διαφέρει κάθε φορά.

Ανέφερες τη λέξη «εξουθένωση» για την ηρωίδα. Υπάρχει ψυχική φθορά για έναν ηθοποιό, όταν καλείται να βυθιστεί σε τόσο σκοτεινά τοπία;

Είναι πολύ εξουθενωτικό για την Ηλέκτρα αυτό που της συμβαίνει. Αυτή η λούπα που δεν σταματάει. Και για τον ηθοποιό είναι επίσης εξουθενωτικό.

Αυτό. Πόση ψυχική φθορά!

Πάρα πολύ μεγάλη. Όσο αισθάνομαι ευλογημένη – είναι μεγάλη τύχη για έναν ηθοποιό να ασχοληθεί με αυτό το κείμενο- άλλο τόσο νιώθω κι «ατυχία»: δηλαδή, θέλω να τελειώσει. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι αν θα αντέξω.

Ασχολείσαι και με τη σκηνοθεσία, αν δεν κάνω λάθος. Τι σε ελκύει σε αυτή τη θέση που δεν υπάρχει, όταν βρίσκεσαι στη σκηνή ως ηθοποιός;

Όχι, ούτε καν. Ασχολούμαι μόνο στο πρίσμα ότι δηλαδή ένας ηθοποιός οφείλει να είναι και σκηνοθέτης του εαυτού του. Ένας ηθοποιός πρέπει να μπορεί να βλέπει τα πράγματα ολόκληρα. Να μπορεί να είναι πάρα πολύ μέσα και πάρα πολύ έξω. Σε αυτό, εξασκούμαι από μικρή. Τώρα σε σχέση με τη σκηνοθεσία καθεαυτή, ίσως πιο πειραματική να είναι η ενασχόλησή μου μέχρι τώρα. Ίσως να αναφέρεσαι σε αυτό που έκανα στο Τέχνης, την παράσταση «Όστια – αυτό είναι το Σώμα μου». Ήταν μια περφόρμανς, που έκανα με τον Ανδρέα Μαντά. Αλλά με τίποτα δεν θα έλεγα ότι ασχολούμαι με την σκηνοθεσία.

Μόνο με την οπτική, που είπες.

Ναι, στο ότι ένας ηθοποιός οφείλει να είναι σκηνοθέτης του εαυτού του. Να βλέπει τον εαυτό του απ’ έξω και σε σχέση με ένα σύνολο.

Διάβασα κάπου ότι η τέχνη «δίνει σιγουριά στους ανθρώπους, όταν ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο παράλογος». Συμφωνείς; Κι αν ναι, με ποιον τρόπο το καταφέρνει;

Η τέχνη είναι ένα τεράστιο αποκούμπι. Δε μιλάω μόνο για εμάς, που είναι η ζωή μας. Οτιδήποτε ανοίγει τη φαντασία και τον ψυχισμό, σε φέρνει στον πυρήνα σου, οπότε αισθάνεσαι ότι υπάρχεις, ότι ζεις. Αυτή η ζωντάνια δημιουργεί αυτή τη σιγουριά. Σου δίνει δύναμη το να είσαι ζωντανός. Δεν είσαι, δηλαδή, έρμαιο των πραγμάτων και των συνθηκών. Έχεις μια αυτονομία.

Όλο αυτό εγώ το βιώνω με την προϋπόθεση ότι έρχεται η τέχνη, με κάποιον τρόπο, κοντά στις μάζες. Λουκία, έχουν πραγματοποιηθεί όλα όσα έχεις ονειρευτεί ή σχεδιάσει; Τι μένει ακόμα να γίνει;

Ποτέ δεν ολοκληρώνεται κάτι και δεν πραγματοποιείται. Είμαι ευγνώμων όμως για όλα. Νιώθω χαρά που κάνω αυτό που αγαπώ, με τον τρόπο που θέλω. Δεν έχω βάλει πολύ νερό στο κρασί μου. Έντάξει, λίγο μόνο. Τώρα, δεν ξέρω..

Κάπου σε πάει όλο αυτό.

Αυτή τη στιγμή είμαι στο Άβατον, σε ένα ευλογημένο μέρος, κοντά στην Επίδαυρο. Όλο αυτό μου θυμίζει τα χρόνια που ήμουν στη σχολή. Νιώθω, παράλληλα, ότι η σχέση μου με το θέατρο, από εκείνα τα χρόνια, δεν έχει αλλάξει. Το ότι αυτή η σχέση παραμένει ίδια, η πίστη μου παραμένει ίδια, είναι για μένα πολύ σημαντικό.

Πολύ σημαντικό. Σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.

Κι εγώ!

[mc4wp_form id="278"]