Πέρσι, περίπου τέτοιο καιρό, άρχισα να γράφω για το Fortuno. Η αρχική ιδέα ήταν να αρθρογραφώ για θέματα τεχνολογίας – απόρροια της επαγγελματικής μου ιδιότητας, της οποίας το αποτύπωμα είναι καταγεγραμμένο στον πάπυρο του Μετσόβιου. Ένα χαρτί που με καμάρι κορνίζαρε ο πατέρας μου και κρέμασε στον τοίχο του σπιτιού, όπου μεγάλωσα. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ καμαρώνω γι’ αυτό το κάδρο, αλλά πάω στοίχημα ότι ένας δεκαπεντάχρονος YouTuber που κάνει βίντεο με θέμα “ I Let AI Control My Day”, ξέρει καλύτερα τα τεχνολογικά trends και θα έκανε πολύ περισσότερα κλικς από μένα αν έγραφε αντίστοιχα.

Ήταν αρχές καλοκαιριού, λοιπόν, και ύστερα από δύο – τρεις απόπειρες να αποδώσω στη χρήση της σημερινής τεχνολογίας την κοινωνική της διάσταση (ναι, εκεί ήθελα να το πάω), το project εγκαταλείφθηκε. Λίγο το ξεκίνημα της αγαπημένης μου εποχής που όλα διαλύονται γλυκά, λίγο ο έρωτας και η νοσταλγία του, λίγο οι τελευταίες συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, που με βρήκαν, όπως κάθε φορά απροετοίμαστο, με ώθησαν να στρίψω το τιμόνι. Γυρνάω τότε και λέω στη Χρύσα: «Μπορώ από ‘δω και πέρα να γράφω αυτό που σκέφτομαι; Νομίζω ότι έχω πολλά να μοιραστώ». Μου απάντησε: «Πάντα το είχες. Κάνε ό,τι θες». Και την ευχαριστώ ειλικρινά.

Από τότε μέχρι σήμερα, συνέβησαν πολλά. Το καλοκαίρι πέρασε, η επίδρασή του όμως όχι. Για να αντιδράσω στην υπερένταση, έγραφα. Πολλές φορές, έβγαινε αβίαστα. Μικρά κείμενα, μικρή φόρμα – μέχρι εκεί είμαι. Κι όμως μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο χώρεσαν πολλά. Άρχισα να μπερδεύω τα πάντα. Από την τέχνη και τον θάνατο, τον χρόνο και τη μνήμη, μέχρι τον έρωτα και τον πυρήνα της ύπαρξης. Όλα στο μυαλό μου γίνονται ένα πράγμα για λίγο και ύστερα ξεκολλάνε. Αλλά εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη μία, νιώθω ότι η ζωή παίρνει το σχήμα, που της δίνω εγώ. Άρχισαν να με ρωτούν: «Τι εννοείς μ’ αυτό;» κι απαντούσα: «ανήκεις στο υποψιασμένο αναγνωστικό κοινό, μπορείς να καταλάβεις και μόνη σου».

Έμαθα πώς να μαθαίνω. Να παρατηρώ τα πάντα. Τα χέρια, τα βλέμματα, τα στόματα. Τους ανθρώπους πίσω απ’ το τιμόνι, τους ανθρώπους που περπατούν σιωπηλά. Η ακοή μου οξύνθηκε. Έπαιξα από την αρχή τα αγαπημένα μου τραγούδια, οι ήχοι και οι στίχοι έφταναν «πειραγμένοι» στ’ αυτιά μου. Μίλησα με μια κρυμμένη ορμή για όλα αυτά που μας καίνε– με το δίκιο μας και την καρδιά μας. Μέτρησα προσεκτικά τις λέξεις για να μην κάνω λάθος. Όχι επειδή φοβάμαι τον κίνδυνο να γίνω γελοίος, αλλά για να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ.

Γίνομαι αυτοαναφορικός. Το ξέρω και ζητάω συγγνώμη γι’ αυτό. Όμως αυτόν τον τρόπο βρήκα για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου σε όλες και όλους εσάς που συνδεθήκαμε τον τελευταίο χρόνο μέσα από σχόλια, λέξεις, σκέψεις ακόμα και emoji. Αυτό ψάχνω: τη βαθιά σύνδεση. Μιλώντας, αγγίζοντας, ακούγοντας, κοιτώντας και γράφοντας. Κι όταν το καταφέρνω, η ψυχή μου ξεχειλίζει. Νιώθω σα μία «τεντωμένη χορδή, που όσο τη σφίγγεις, τόσο ψηλώνει ο ήχος της», όπως έλεγε και ο Μίκης. Κι εκεί, μέσα σ’ αυτόν τον ήχο, βρίσκω μια δύναμη. Μια εκπληκτική δύναμη που είναι μέσα μου, και μέσα σας. Και μας κάνει – έστω στιγμιαία – πανίσχυρους.

[mc4wp_form id="278"]