Τι ωραία που θα ήταν να πετάξουμε ένα φουσκωτό στρώμα σε μια γωνιά του σπιτιού μας, να κοιμίσουμε κανέναν άνθρωπο, να του φτιάξουμε και σπιτικό πρωινό, να μας πληρώσει και να φύγει.

Έτσι σκέφτηκαν δυο σαΐνια το 2007, στο Σαν Φρανσίσκο, ψάχνοντας τρόπους να τσοντάρουν για το νοίκι, το οποίο ήταν δυσβάστακτο (ειρωνεία). Κανείς δε φανταζόταν τότε ότι θα γεννιόταν η μεγαλύτερη πλατφόρμα καταχώρισης, εύρεσης κι ενοικίασης καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης, γνωστή και ως Airbnb (ακρωνύμιο του Air bed and breakfast), η οποία έμελλε, σαν άλλη κίνηση της Βόλβης, να παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις σ’ αυτό που ονόμαζε ο Ένγκελς «ζήτημα της κατοικίας». Ναι, για όλα είχε μιλήσει η αγία τριάδα, ακόμα και για το gentrification, πριν γίνει κουλ. Σίγουρα, όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το 2024 ο στόχος θα ήταν νοικιαστεί μέχρι και η τελευταία τρύπα.

Όταν ήμουν παιδί και ερχόμουν στην Αθήνα για βόλτα από την επαρχία που μεγάλωνα, ποτέ δε μου περνούσε από το μυαλό ότι θα ζω εδώ στην ενήλικη ζωή μου. Με φόβιζε η πολυκοσμία, ο αποπροσανατολισμός και η ανασφάλεια, που μας τάιζε η τηλεόραση. Η ζωή, όπως πάντα με προσπέρασε, ήρθα στην Αθήνα για σπουδές και έμεινα. Έχω ζήσει την πόλη πάνω στη γραμμή της μεταολυμπιακής ευημερίας, της δημοσιονομικής κρίσης και του «βγαίνουμε στις αγορές». Από τα φοιτητόσπιτα των 200€ και τα μειωμένα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών στα 20 λεπτά, μέχρι ημιυπόγειο στην Κυψέλη 500€ και το σουβλάκι στα 3,70€. Τι άλλαξε; Η απάντηση είναι: πολλά. Δε μου φτάνει ο τηλεοπτικός χρόνος για να τ’ αναλύσω. Ας πιάσουμε λίγο στις άκρες το θέμα της κατοικίας.

Είναι κακό να δίνεις σε κάποιον/α το αδειανό κρεβάτι που σου περισσεύει, να ξεκουράσει το κορμί του και να βγάλεις κι εσύ ένα μικρό χαρτζιλίκι; Με μια πρώτη σκέψη όχι, ακούγεται πολύ αθώο. Θα φτιάξουμε και μια ψηφιακή πλατφόρμα, που θα μπορείς πολύ εύκολα από τον υπολογιστή σου ή το κινητό σου να βρεις κατάλυμα σχεδόν οπουδήποτε κι αν βρίσκεσαι. Τώρα αρχίζει και γίνεται πιο ελκυστικό. Και γιατί να δίνουμε μόνο ένα κρεβάτι, ας δίνουμε πολλά, ας δίνουμε καλύτερα όλο το σπίτι. Τώρα αρχίζει και καίει.

Όσο ο συλλογισμός συνεχίζεται, η ελεύθερη αγορά σηκώνεται όρθια και χειροκροτεί. Ας εμπορευματοποιήσουμε κι άλλο ένα βασικό αγαθό: το δικαίωμα στην στέγη. Από την ιδέα να νοικιάζω ένα δωμάτιο ή το σπίτι μου, όταν λείπω για να βγάλω τα έξοδά μου, φτάσαμε στις μεγάλες εταιρείες, που νοικιάζουν μαζικά διαμερίσματα σε τουρίστες, εκτοπίζοντας έτσι τους μόνιμους κάτοικους κι αυξάνοντας τις τιμές των ενοικίων. Βλέποντας το πρόβλημα να διογκώνεται, οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν έχουν παρέμβει ουσιαστικά για να το λύσουν. Κι εμείς εδώ παλεύουμε με μια ακόμα δυστοπία του καιρού μας. Δουλεύουμε, πληρώνουμε ακριβά χρέπια σε χουντοπολυκατοικίες, μετακινούμαστε ακριβά, τρώμε ακριβά, ξοδεύουμε ακριβή ενέργεια και στο χρόνο, που μας απομένει συζητάμε όλα αυτά πίνοντας ακριβά ποτά.

«Γιαγιά, δωσ’ μου το σπίτι σου να το ανακαινίσω, να φέρω λίγο τουρισμό να τα οικονομήσω» λέει ένα διασκευασμένο παραδοσιακό τραγούδι των ΚωΓιαΜαν και συμπυκνώνει σε μια φράση αυτό που έλεγε ο Γερμανός φιλόσοφος Σοπενχάουερ «ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει».

[mc4wp_form id="278"]