
Όταν βρέθηκα στο σπίτι που ζω τώρα, πριν έξι χρόνια, κάποιο αβάσιμο αεράκι φύσηξε γύρω μου «παγιώνοντάς» μου την αντίληψη ότι από αυτή την όαση δεν θα το κουνήσω ποτέ. Και οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν και τι ωραία και καλά, «ο δρόμος μου», «οι παπαγάλοι μου», «η τέλεια ανατολή», «η τέλεια δύση», «η γειτονιά», «οι άνθρωποι με τα μικρά τους ονόματα», μια ιδανική εικόνα της πόλης, (Χρύσα, σύνελθε, φώναζαν οι ντουντούκες του ρεαλισμού), η διαρκής ανάγκη μου για σταθερότητα, για ρίζα και φωλιά, για ομορφιά και προοπτική, για εξέλιξη πάνω σε ένα έδαφος που δεν υποχωρεί, δεν βουλιάζει. Πάνω σε ένα έδαφος, που δανείζεται το χνάρι σου για να παραμείνει ζωντανό.
«Θα χρειαστούμε το σπίτι», άκουσα κι αμέσως έπεσαν πάνω μου τα παπαγαλάκια των κυπαρισσιών να με ραμφίσουν για την ονειροπαρμένη μου φύση. Τόσο απλά: «Θα χρειαστούμε το σπίτι». Τσοπ – τσοπ. Ψάξιμο, απογοήτευση, μετωπική με την πραγματικότητα του 2025 (όχι πως το 2019 ήταν αλλιώτικα τα πράγματα), μεταφορική, αποθήκες, κούτες, κλάματα, τα φυτά μου συμπεριφέρονται σαν να είναι χειμώνας, ακρίβεια, παραλογισμός, πείσμα. Η γειτονιά μου, οι γείτονές μου, η ρουτίνα μου.
Βαριέμαι να αλλάζω χώρο. Στεναχωριέμαι βαθιά, γιατί δένομαι. Σε αυτό το σπίτι, έφτιαξα τα καλύτερα γεμιστά, ζήσαμε, με ανέλπιστα αποθέματα δύναμης, τους επιβεβλημένους εγκλεισμούς, από το παρατηρητήριό του, παρατήρησα το χιόνι να πέφτει, ή τα λουλούδια πώς φύτρωναν στις ρωγμές του δρόμου. Τέλος πάντων, ωραίο σπίτι. Το εμπεδώσαμε.
Κάθε μέρα που ξυπνώ, έχω ήδη ονειρευτεί τις πιο ανορθόδοξες λύσεις. Κρατώ ημερολόγιο. Ο Γιώργος, η Κατερίνα, η Δήμητρα, ο Κίμων, ο Χρήστος, η Αθηνά, η Χάρις. Θα κατεβάσω τα κάδρα με βαριά καρδιά. Αλλά ξέρω ότι θα ελαφρύνει γρήγορα, γιατί ένα παιδί, το πιο ξεχωριστό του κόσμου, μού είπε ότι την ομορφιά την φτιάχνουμε εμείς. Και ότι οι παπαγάλοι δε χάνονται.
Υγ: Το επόμενο κείμενο θα είναι κείμενο για πιο πρακτικά ζητήματα. Οκ;