Παιδιά, που κραυγάζουν για το αυτονόητο. Που οι μέρες τους δεν έχουν όνομα, που το αίμα τους είναι μια μόνιμη, κατακόκκινη κατακλείδα πάνω από το μέτωπό τους.
[mc4wp_form id="278"]
Παιδιά, που κραυγάζουν για το αυτονόητο. Που οι μέρες τους δεν έχουν όνομα, που το αίμα τους είναι μια μόνιμη, κατακόκκινη κατακλείδα πάνω από το μέτωπό τους.
Περπατούσε αργά και περήφανα. Βλοσυρός, ψηλός, εύσωμος, σοφός σε εκείνες τις κουβέντες, στο στέκι της Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε σοκολατίνες και νεοφώτιστους καλλιτέχνες. Ο ταυτοτικός ποιητής από τα υψώματα της ορεινής Αρκαδίας. Ο στιχουργός των μεγάλων τραγουδιών.
Μητέρα είναι η αγάπη. Η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο κι ο χειμώνας. Σε όποιο σημείο του δρόμου και να βρίσκεσαι. Είναι οι αναμνήσεις, που θα αγωνιστεί να μη χάσει, ακόμη κι αν αδειάσει το βλέμμα. Το ίδιο κι εσύ.
Τα τελευταία χρόνια ζω σ’ ένα χωριό στην άκρη του βουνού, σε υψόμετρο περίπου 1500 μέτρων. Οι άνθρωποί μου δεν πίστεψαν ποτέ ότι θα έρθω να εγκατασταθώ εδώ. Όταν μοιραζόμουν μαζί τους – μεταξύ σοβαρού και αστείου – το πλάνο διαφυγής μου, άκουγα την ψύχραιμη απάντηση του στιλ: «Πας καλά; Πώς γίνεται να τ’ αφήσεις όλα πίσω σου και να σηκωθείς να φύγεις;». Κι όμως, γίνεται.
[mc4wp_form id="278"]