Τα τελευταία χρόνια ζω σ’ ένα χωριό στην άκρη του βουνού, σε υψόμετρο περίπου 1500 μέτρων. Οι άνθρωποί μου δεν πίστεψαν ποτέ ότι θα έρθω να εγκατασταθώ εδώ. Όταν μοιραζόμουν μαζί τους – μεταξύ σοβαρού και αστείου – το πλάνο διαφυγής μου, άκουγα την ψύχραιμη απάντηση του στιλ: «Πας καλά; Πώς γίνεται να τ’ αφήσεις όλα πίσω σου και να σηκωθείς να φύγεις;». Κι όμως, γίνεται.

Μου λείπουν τα αγαπημένα μου πρόσωπα– δε λέω– όμως κι εδώ είναι όμορφα. Συμμετέχω στην έντονη κτηνοτροφική δραστηριότητα, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα τη μοναδική θέα και το σπάνιο φυσικό περιβάλλον. Ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς, με συχνές χιονοπτώσεις και δυσκολίες στην πρόσβαση. Κλείνομαι στο σπίτι, ανάβω φωτιά και γράφω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. Πάνω κάτω ό,τι έκανα και στην πόλη δηλαδή.

Πάω παντού με τα πόδια. Περπατάω πάνω στα βήματα ανθρώπων που πάλεψαν για να γίνει η χαρά καθημερινός σύντροφος της ζωής τους. Τα πόδια μου βουλιάζουν πάνω στα ίχνη τους. Γυρνάω στο σπίτι κουρασμένος, τρώω και κοιμάμαι νωρίς. Το μυαλό μου κάθε πρωί επανέρχεται στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις. Οι εικόνες που περνούν από μέσα του ολοένα λιγοστεύουν. Οι σκέψεις όμως πολλαπλασιάζονται. Όταν ρώτησα το ρομπότ αν κάνω καλά που έρχομαι εδώ, μου είπε ότι θα γνωρίσω τον εαυτό μου αλλιώς και ότι η απομόνωση λειτουργεί ως καθρέφτης. Δε διευκρίνισε αν είναι σπασμένος ή όχι. Μου πρότεινε – αν θέλω– να μου ετοιμάσει ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα για να μετατρέψει την καθημερινότητά μου σε μια βαθιά δημιουργική και πνευματικά γεμάτη εμπειρία, κάτι σαν προσωπικό εργαστήρι ζωής. Όχι σ’ ευχαριστώ.

Αν ήθελα τον φασεϊσμό του Παγκρατίου στη ρίζα του Γράμμου, θα τον έφερνα μόνος μου. Δε χρειάζομαι πια την τεχνητή νοημοσύνη. Όσο κι αν σου φαίνεται περίεργο, αγαπητό κοινό μου, δε νιώθω εγκλωβισμένος εδώ. Ναι εγώ, ο κοινωνικά δραστήριος, ο λάτρης της ζούγκλας του μπετόν, ο βασιλιάς της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας, έχω γίνει ένας μοναχικός μεσήλικας ιδανικός για να φιλοξενηθεί ως θέμα στην εκπομπή της ΕΡΤ3 με τίτλο «Περίμετρος». Δε με πειράζει.

Ήρθε η ώρα να κερδίσω τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που δικαιούμαι. Σίγουρα θα με ρωτήσουν τι ήρθα να κάνω εδώ. Κι ενώ θα περιμένουν να ακούσουν ιστορίες για καινοτόμες επιχειρηματικές ιδέες, για drones που φυλάνε τα γίδια, έξυπνες καλλιέργειες και συνειδητή αποκέντρωση – ότι εγώ είμαι τόσο έξυπνος που βρήκα το μυστικό της ζωής που ψάχνουν τόσο καιρό οι άλλοι – θα τους πω απλά τα παρακάτω λόγια:

«Αχ αν ξέρατε τι δρόμο έκανα! Θέλω να σας πω, ότι δεν ήρθα εδώ επειδή με κυνηγούν. Προσπάθησα να είμαι καλός με όλους και όλες. Ήρθα εδώ για να κάνω πράξη το “slow living”. Ήρθα εδώ γιατί δε βρήκα απάντηση στο ερώτημα του Διονύση «ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω». Ήρθα εδώ για να φύγω μακριά από οτιδήποτε δε «δουλεύει». Ήρθα εδώ για να σταματήσω να παίζω σε δράματα. Ήρθα εδώ για να γλιτώσω από έναν χτυπημένο κόσμο. Ήρθα εδώ για να γονατίσω και να ζητήσω συγγνώμη που υπήρξα λίγος και μικρός. Ήρθα εδώ γιατί φοβήθηκα ν’ αλλάξω τον κόσμο».

Και όταν τελειώσει το μοντάζ και με δείξει η τηλεόραση, κάποια άτομα θα πουν «κάπου τον ξέρω αυτόν». Η οικογένειά μου θα συγκινηθεί. Οι φίλες και οι φίλοι μου θα με νοσταλγήσουν. Μην ανησυχείτε όμως, θα συναντιόμαστε μια φορά το χρόνο στο αγαπημένο μας μέρος. Τα ποτά και τις μουσικές θα τα βάζω εγώ. Θα καθόμαστε από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Κι όταν βγαίνει ο ήλιος για τα καλά, θα παίρνω το δρόμο της επιστροφής.

[mc4wp_form id="278"]