
«Μητέρα είναι η αγάπη. Μητέρα είναι η αγάπη». Λέω συχνά αυτή τη φράση, σε κουβέντες σχετικές και σε κουβέντες άσχετες. Έχω παρατηρήσει ότι, όταν τη λέω, μετά ακολουθεί σιωπή, αλλά η ωραία σιωπή.
Οι τέσσερις αυτές λέξεις είναι αυτό που ήδη ήξερα και η υπερβατική μου εμπειρία απ’ όταν είδα την ταινία κινούμενων σχεδίων του Κρις Σάντερς, «Το ατίθασο ρομπότ».
Δυο αντίθετοι κόσμοι, ο ένας δεν έχει καν δέρμα, είναι προγραμματισμένος για απλές διεκπεραιώσεις, δε βιώνει συναισθήματα. Πέφτει, σηκώνεται, δεν πονάει. Ο άλλος κόσμος έχει φτερά, που πρέπει να δυναμώσουν και μια πορεία προς την αυτονομία και την ελευθερία. Θέλει ζέστη. Θέλει αγάπη. Θέλει να κρύβει τη μουσούδα του σε ασφαλείς, μητρικές κοιλότητες. Εκεί τον οδηγεί το ένστικτο.
Και πέρα από κάθε πρόβλεψη, από κάθε τελεσίδικη αλήθεια, μια νέα ζωή, ένα υδάτινο χηνάκι, ο Λαμπερός, βρίσκει τη στέγη της εκκίνησής του στη Ρόζι, ένα ρομπότ, το ROZZUM μονάδα 7134, που προσγειώθηκε στο παράξενο νησί του. Και η Ρόζι, αποδεχόμενη τον ρόλο, και παρά την φρενήρη τεχνολογία που κουβαλά, γίνεται η μάνα, που μυρίζει «γάλα», φροντίδα, που προφέρει με σιγουριά το όνομα του παιδιού της, που τού δείχνει τον τρόπο για τις μεγάλες πτήσεις, που καταφέρνει, ώστε το παράξενο σώμα της να το γεμίζουν «αίμα» συναισθήματα κι αναμνήσεις, που «συνειδητά» επέλεξε να αποκτήσει.
Μητέρα είναι η αγάπη. Ένα ρομπότ με χέρια που δεν είναι προγραμματισμένα να λυγίζουν, γίνεται μια συμπαντική φωλιά για μια χήνα. Μια μόνιμη γη για επιστροφή, που παραμένει αμετάβλητη στον χρόνο.
Δεν έχω ξεχάσει τα ρομποτικά μάτια, ή κάτι σαν μάτια, του συγκεκριμένου animation. Ούτε την ανάγκη και των δύο, και της μικρής χήνας και της Ρόζι, για παντοτινή σύνδεση.
Σκέφτομαι, σχεδόν καθημερινά, παιδιά σε ερημιές και θραύσματα, που ψάχνουν τη φροντίδα και μια μαμά να τους ακυρώνει τον φόβο.
Παιδιά, μακριά από προστατευτικά κελύφη, που χωρίς να ξέρουν, μιλούν τη γλώσσα των ποιητών: «με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι κοιτάζω εκστατικά έναν πολύχρωμο κόσμο».
Μητέρα είναι η αγάπη. Είναι το στρογγυλεμένο άλφα στο γραμμένο «σ’ αγαπάω», είναι η ελπίδα ακόμη κι όταν σπάει ένα παιχνίδι, η μαμά το κάνει πάλι αρτιμελές, η πρώτη και τελευταία αφή, είναι η ησυχία σε μια άναρθρη Δευτέρα, είναι το διπλωμένο σεντόνι και ο τρόπος που γεμίζουν οι ντομάτες ρύζι και δυόσμο, είναι η σύνδεση με τον κόσμο, η ηχώ στα βήματα, η ευρεσιτεχνία, μια μπαρουταποθήκη, είναι το νερό για κάθε αναγέννηση, είναι τα λάθη, είναι η προσπάθεια, η υπερβολή, η σεμνότητα, ο απρόσμενος δρόμος, η γεύση του εποχικού φαγητού ξανά, η φωνή. Μητέρα είναι η αγάπη. Η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Σε όποιο σημείο του δρόμου και να βρίσκεσαι.
Είναι οι αναμνήσεις, που θα αγωνιστεί να μη χάσει, ακόμη κι αν αδειάσει το βλέμμα.
Το ίδιο κι εσύ.