Η κινηματογραφική Μανταλένα, στα δικά μου μάτια, ήταν (είναι) μια ηρωίδα που η δυναμική της δε σταματούσε ούτε στην Αντίπαρο ούτε στην καλή έκβαση ενός προσωπικού στόχου. Τη φανταζόμουν να «σκαρφαλώνει» στα χρόνια, στην πιο δωρική εκδοχή του εαυτού της, φουλ ελεύθερη, μέχρι τελικής πτώσης αντισυμβατική. Τόσες δεκαετίες μετά, και κάποιες από τις ηρωίδες που υποδύθηκε στο σινεμά η Αλίκη Βουγιουκλάκη, Λίζα (επιχειρηματίας, κόρη επιχειρηματία, μαθήτρια στο Κολέγιο της Φιλοθέης), Μανταλένα, Μαρίνα, Μυρτώ, Κατερίνα, «υπάρχουν» στους σύγχρονους δρόμους της Αθήνας και στις Κυκλάδες, στη Φιλοθέη και το Ψυχικό, στον Πειραιά, στην Χίου, την Αμερικής, την Στησιχόρου. Με περισσότερη πραγματικότητα, με περισσότερο χιούμορ. Και όλα αυτά χάρη στην ταλαντούχα ηθοποιό, Δήμητρα Δερζέκου, που μέσα από ιβίσκους, μετάξια και ριπές φωτός, στήνει οικεία πρόσωπα απέναντι σε έναν καθρέφτη που δεν δείχνει μόνο αυτό που είμαστε, αλλά και αυτό που θα θέλαμε κάποτε να γίνουμε. Ότι μου αρέσει αυτό που κάνει, φαίνεται ξεκάθαρα και στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Να σας πω, από την αρχή, ότι σας θαυμάζω. Γιατί βρήκατε τον τρόπο να παρουσιάσετε κάτι πρωτότυπο. Αναφέρομαι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην αναβίωση των ηρωίδων που υποδύθηκε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, μέσα από τη δική σας οξεία και βαθιά ματιά. Πώς προέκυψε όλο αυτό;
Σε αυτά τα βίντεο, βρίσκονται συμπυκνωμένες ιδέες, κοινωνικοί προβληματισμοί και απόψεις που ήθελα, πολλά χρόνια, να εκφράσω, αυτά που συζητούσα πάντα με φίλους και συνεργάτες. Έψαχνα, όμως, έναν τρόπο να εκφραστούν πιο δημιουργικά. Σκεφτόμουν να γράψω ένα κινηματογραφικό σενάριο ή ένα θεατρικό έργο. Είχα ξεκινήσει μάλιστα. Όμως πάντα με σταματούσε αυτό που σταματάει του Έλληνες καλλιτέχνες: Ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ασχοληθεί κανείς με την ιδέα σου και δεν θα βρεις ποτέ χρηματοδότηση.
Η εμπειρία μου (ως ηθοποιός και στη συνέχεια ως μέλος της ομάδας παραγωγής) στην ταινία του Μιχάλη Καφαντάρη «Behind the sins», που ξεκίνησε χωρίς χρηματοδότηση, ένας άθλος που ολοκληρώθηκε μετά από χρόνια δουλειάς συσπειρώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους, ήταν για μένα, πέρα από σχολείο, και μια έμπνευση στο «να τολμάς και μόνος σου, αν χρειαστεί». Με την παρότρυνση και του Μιχάλη Καφαντάρη ξεκίνησα, λοιπόν, αυτά τα βίντεο στα σόσιαλ μίντια. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη είναι η κορυφαία εκπρόσωπος του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, κι ο κινηματογράφος είναι το σύμβολο ενός παλιού κόσμου που χάθηκε. Πάντα σκεφτόμουν αν η εποχή ορίζει τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι την εποχή. Βλέποντας τους ήρωες του παλιού σινεμά, μέσα σ’ αυτούς και τις ηρωίδες που ενσάρκωσε η Αλίκη, σκεφτόμουν όλα όσα θα τους απαγόρευαν να υπάρξουν σήμερα. Πώς θα ένιωθαν και θα συμπεριφέρονταν αυτές οι ηρωίδες στη σύγχρονη ανεστραμμένη πραγματικότητα. Κι αυτό κάνω.

Και το κάνετε καλά. Θα λέγαμε ότι το κεφάλαιο Αλίκη, ακόμη και τόσα χρόνια μετά, φέρει πτυχές που μπορούν σχεδόν να την επανεφεύρουν; Τι είχε τελικά αυτή η γυναίκα που ακόμη και ρετρό εμπεριέχεται στο παρόν; Στη σημερινή εποχή, τι της αναγνωρίζεται που όσο ζούσε δεν ειπώθηκε ποτέ;
Το «φαινόμενο Βουγιουκλάκη», πιστεύω πως δεν μπορεί να επαναληφθεί. Η Αλίκη όμως παραμένει παρούσα ακόμα και μέσω της φυσικής της απουσίας. Από τότε που έφυγε, δεν εμφανίστηκε άλλη Ελληνίδα ηθοποιός που να ενσωματώνει ταυτόχρονα την ελληνικότητα, το λαϊκό στοιχείο και τον προσωπικό μύθο.
Ήταν σταρ με 100% ελληνική ταυτότητα, αποτέλεσμα του ελληνικού κινηματογράφου, όχι celebrity διεθνούς jet set με καταγωγή από την Ελλάδα. Αυτό την καθιστά Εθνική Σταρ με όλη τη σημασία. Όσο ζούσε, ακόμα κι όταν δεν έκανε πια σινεμά, ζούσε και η ψευδαίσθηση ότι «αφού υπάρχει η δική μας Εθνική σταρ, υπάρχει και βιομηχανία ελληνικού κινηματογράφου».
Σήμερα, με την απόσταση του χρόνου, θα πρέπει να της αναγνωρίσουμε πως υπήρξε αντικειμενικά πολύ μεγάλη ηθοποιός. Στους ασπρόμαυρους ρόλους της, — «Λίζα και η άλλη», «Διπλοπενιές», «Μανταλένα» — έχει μια εκπληκτική κινηματογραφική αντίληψη. Περνάει από το δράμα στην κωμωδία με αμεσότητα και ακρίβεια, που μοιάζει αβίαστη, αλλά είναι μια σπάνια δεξιότητα. Στη «Μανταλένα», ειδικά, η ερμηνεία της, θεωρώ πως είναι από τις μεγάλες στιγμές του ελληνικού σινεμά.
Δεν είναι τυχαίο ότι για τον συγκεκριμένο ρόλο απέσπασε το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τι έχετε καταλάβει για τον εαυτό σας, όλον αυτόν τον καιρό, που η συγκεκριμένη διαδικασία της «πολύ γόνιμης μίμησης», να το πω έτσι, σας γεφυρώνει με ένα κοινό που θέλει να μάθει κι εσάς και τη Βουγιουκλάκη; Εγώ, συγκεκριμένα, σας έμαθα από μια προτροπή φίλου μου «δες με προσοχή, έχει ενδιαφέρον». Να σημειώσω ότι ο συγκεκριμένος φίλος δεν έχει δει ολόκληρη καμία ταινία της Αλίκης.
Είναι νωρίς για να μάθω κάτι για τον εαυτό μου από όλο αυτό. Κυρίως γιατί ακόμα προσπαθώ να τον τοποθετήσω μέσα σε όλο αυτό. Ακόμα έχει δρόμο για βελτίωση και εξέλιξη. Τουλάχιστον, αυτό προσπαθώ κι εγώ, αλλά και η ομάδα που στηρίζει τεχνικά τα βίντεό μου, η STAND UP DRAMA.
Η περίπτωση που αναφέρετε με τον φίλο σας, δεν μπορεί παρά να με συγκινεί αληθινά και να με τιμά, καθώς αυτό το «ενδιαφέρον» προσπαθώ κι εγώ, με τη σειρά μου, να τιμήσω, παίζοντας στην ουσία με επτά –οκτώ κινηματογραφικούς χαρακτήρες της Αλίκης και μια ανεξάντλητη επικαιρότητα.

Τι ωραίο που η Λίζα Δέλβη ή η δακτυλογράφος Αικατερίνη Πιερρή δε ζουν σε «γυάλα»! Πώς συνομιλεί η Αλίκη του ’60 με τις γυναίκες του 2025;
Το κοινό, αναζητά ακόμη αυτή τη σύνδεση με το ’60. Το παλιό σινεμά ήταν λαϊκό, άμεσο, βαθιά συνδεδεμένο με την καθημερινότητα και τις ανάγκες του κόσμου. Ύστερα και για πολλά χρόνια που φτάνουν μέχρι την γενιά μου, η λαϊκότητα θεωρήθηκε κάτι «κατώτερο» — με συνέπεια η τέχνη να απομακρυνθεί σιγά σιγά από την κοινωνία.
Στην εποχή των playlists, και καθώς ζούμε σε μια χώρα, που δεν παράγει πλέον σχεδόν τίποτα στο σήμερα, το κοινό αναζητά μια κληρονομιά που να τού ανήκει. Ένα κομμάτι πολιτισμού, με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί, χωρίς την ενοχή που τού έχουν φορτώσει για το σήμερα. Γι’ αυτό βλέπουμε τόσες σειρές και ταινίες εποχής, τόσες διασκευές τραγουδιών, τόση επιστροφή στο παλιό.
Οι ηρωίδες της Αλίκης — όπως και πολλοί ρόλοι εκείνου του σινεμά — είναι αρχετυπικές μορφές. Εκπέμπουν ξεκάθαρα χαρακτηριστικά σε μια εποχή, όπου η ταυτότητα είναι ρευστή. Ίσως γι’ αυτό, παρά τις τεράστιες αλλαγές, παραμένουν κατανοητές και οικείες κυρίως στις γυναίκες του σήμερα.
Νιώθετε ότι ο κόσμος καταλαβαίνει αυτό το δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο του έργου σας ή σταματά στην ομοιότητα;
Στην αρχή, στεκόταν στην ομοιότητα — κάτι απόλυτα λογικό, αφού εμφανίστηκα πολύ ξαφνικά. Τα πρώτα σχόλια αφορούσαν κυρίως στο «αν μοιάζω», πολύ, αρκετά, λίγο ή καθόλου.
Με τον καιρό όμως, όσο τα κείμενα εξελίσσονταν και το concept άρχισε να διαμορφώνεται και να εξελίσσεται κι αυτό, μεγάλο κομμάτι του κόσμου, που με παρακολουθεί, στρέφεται στο νόημα, στο σχόλιο, στην ιδέα πίσω από το βίντεο. Αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Έχω διαβάσει σχόλια πολύ υψηλού επιπέδου, ακόμα και αρνητικά, που μου έδωσαν ώθηση να συνεχίσω. Στο διαδίκτυο, κυκλοφορεί κοινό με σκέψη, κριτήριο και ανάγκη για κάτι πιο ουσιαστικό από απλή μίμηση — και κυρίως κοινό που έχει κουραστεί να το υποτιμούν.

Η μίμηση, όταν είναι τόσο αληθινή, γίνεται επικίνδυνα οικεία. Σας έχει απασχολήσει ποτέ το ενδεχόμενο να ταυτιστεί το κοινό — ή κι εσείς — περισσότερο απ’ όσο θα θέλατε;
Η μίμηση που κάνω, εξελίσσεται μαζί με εμένα. Προσπαθώ πολύ γι’ αυτό, με όσα μέσα μπορώ να έχω στα χέρια μου. Ο κίνδυνος ταύτισης υπάρχει πάντα, γιατί η υποκριτική σε φέρνει σε επαφή με λεπτές ισορροπίες, και είναι μια τέχνη γεμάτη ανασφάλεια από τη φύση της. Αλλά στη γενιά μου, πλέον, ο μεγαλύτερος φόβος δεν είναι η ταύτιση, αλλά το να μη σου δοθεί καθόλου ο χώρος να υπάρξεις. Αν ο κόσμος με ταυτίσει πρώτα με την Αλίκη, δεν έχω για την ώρα, παρά να το θεωρήσω μια δυνατή αφετηρία για να μπορέσω στη συνέχεια να δείξω κι άλλα πράγματα που έχω μέσα μου — και είναι πολλά.
Εξάλλου, ακόμα και οι πιο σπουδαίοι ξεκίνησαν από μια μίμηση κάποιου καλλιτέχνη που θαύμαζαν στην εφηβεία τους: η Edith Piaf, βάσισε το ηχόχρωμά της πάνω στην Freel, που ήταν μυθική τραγουδίστρια της εποχής της, ο Τσάπλιν μιμήθηκε τον Μαξ Λίντερ, ο Νίκος Καββαδίας, στα πρώτα του ποιήματα, τον Μπωντλαίρ. Όλοι τους πήραν το αρχικό υλικό και κατάφεραν να το μετατρέψουν, με τον καιρό, σε κάτι δικό τους. Γιατί όχι κι εγώ; Ποιος μπορεί να μου αρνηθεί την αγάπη μου, σε ένα παιδικό μου ίνδαλμα, τόσο σπουδαίο όσο η Αλίκη; Το θέμα δεν είναι από πού το ξεκινάς, αλλά πού και κυρίως το πώς επιλέγεις να το πας. Ελπίζω να είμαι τυχερή και να μπορέσω να το πάω, κάπου, λοιπόν.
Η μίμηση είναι το πρώτο βήμα της δημιουργίας. Ακόμα και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, που θεωρούμε μοναδική, κάποτε ξεκίνησε κοιτώντας και μαθαίνοντας από όσους θαύμαζε. Μιλήστε μου για τις σπουδές σας, για την πορεία σας. Πώς θέλετε ή αντέχετε να υπάρχετε σε μια χώρα που είναι έτη φωτός μακριά από τους νέους ανθρώπους και τα όνειρά τους.
Μεγάλωσα στο Ναύπλιο. Μικρή έβλεπα όλες τις παραστάσεις στο θέατρο της Επιδαύρου λόγω καταγωγής της μητέρας μου από το Λυγουριό. Σπούδασα Κλασική Φιλολογία, μετά φοίτησα στη δραματική σχολή «Αθηναϊκή Σκηνή» και ακολούθησε μεταπτυχιακό στις Θεατρικές Σπουδές, με ειδίκευση στη διδακτική του θεάτρου και την αρχαία τραγωδία. Ως ηθοποιός, έχω συμμετάσχει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις, όπως η «Μελάχρα» του Παντελή Χορν, στο θέατρο Σταθμός, είμαι μόνιμο μέλος του θιάσου αρχαίου δράματος του Θεάτρου Σέττας «Νίκος Παπακωνσταντίνου», όπου κάθε καλοκαίρι ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου ανεβάζει αρχαίες τραγωδίες.
Αυτή την περίοδο, είμαι στο θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη», στην παιδική σκηνή. Επίσης, έχω παίξει σε κάποιες κινηματογραφικές ταινίες, όπως ‘’The students of Umberto Primo’’, ταινία εποχής της Alessandra Maioletti, στην ταινία της Kristina Patkova ‘’Stella my love’’, που πρόκειται να βγει σύντομα και φυσικά στην ταινία του Μιχάλη Καφαντάρη ‘’Behind the sins’’, μια σπονδυλωτή ταινία εποχής, που, εκτός από πρωταγωνιστικό ρόλο ως ηθοποιός, έχω και θέση στην ομάδα που δουλεύει για την ολοκλήρωσή της. Το δύσκολο στην Ελλάδα είναι η αντίφαση: από τη μία πρέπει να γεράσεις για να σε εμπιστευτούν, από την άλλη απαιτείται να έχεις ήδη πετύχει όσο είσαι νέος. Αυτή η πίεση είναι εξουθενωτική. Όλα όσα ανέφερα πιο πάνω, από την πρώτη μέρα σπουδών μου, μέχρι το τελευταίο μου βίντεο στο tiktok, είναι μια σανίδα για να μην βουλιάξω, πριν να είναι πολύ νωρίς, για να σταθώ κάπου πριν να είναι πολύ αργά.

Τι σας έχει θυμώσει περισσότερο από όλα;
Ο τρόπος με τον οποίο ο φόβος έχει γίνει καθημερινότητα. Και το ότι μας τον παρουσιάζουν ως κάτι απολύτως φυσιολογικό — σχεδόν επιθυμητό.
Συμφωνώ απόλυτα — είναι τρομακτικό πώς συχνά μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε τον φόβο αντί να τον υπερβαίνουμε.Τι σημαίνει για εσάς να είστε γυναίκα καλλιτέχνης στην Ελλάδα του σήμερα;
Σημαίνει, δυστυχώς, ό,τι σημαίνει και να είσαι καλλιτέχνης γενικά στην Ελλάδα: να παλεύεις χωρίς τα βασικά εργαλεία. Είναι σαν ποδοσφαιριστής που βγαίνει να παίξει χωρίς γήπεδο και χωρίς μπάλα.
Αν μπορούσατε να ζήσετε για λίγο μέσα στη δεκαετία του ’60 — σε ένα της καλλιτεχνικό ή κοινωνικό κύτταρο, σε μια παρέα, ένα κίνημα, μια εποχή αλλαγής — πού θα διαλέγατε να βρεθείτε και γιατί;
Παρότι το ’60 είχε σκοτεινές πλευρές, είναι αλήθεια πως ήταν και εποχή σπουδαίων καλλιτεχνικών και κοινωνικών αλλαγών. Μου έχει μείνει μια φράση του συνθέτη Λίνου Κόκοτου που την θεωρώ χαρακτηριστική της εποχής: «εκείνα τα χρόνια, υπήρχε φτώχεια, αλλά περπατούσες και δίπλα σου περνούσαν ποιητές».
Πάντως, αν είχα προσωπικά την επιλογή να ζήσω λίγο σ’ αυτή τη δεκαετία, θα ήθελα να είναι στην Ιταλία και στο καλλιτεχνικό περιβάλλον του σινεμά που δημιούργησε και πρόσφερε παγκοσμίως η Ιταλία εκείνη την εποχή. Θα ήθελα να βρίσκομαι, ας πούμε, στην ομάδα του Βιττόριο ντε Σίκα, του Έττορε Σκόλα. Θα ήθελα να βρίσκομαι στο σετ της ταινίας «Διαζύγιο αλά Ιταλικά» του Τζέρμι. Στην Ελλάδα, τέτοιο αντίστοιχο «παγκόσμιο ρυθμό» στο σινεμά, αισθάνομαι ως θεατής στις ταινίες του σπουδαίου σκηνοθέτη, Βασίλη Γεωργιάδη (Γάμος αλά Ελληνικά, Κόκκινα Φανάρια, 7η Ημέρα της Δημιουργίας κ.α. ) που πήγε το δικό μας, ελληνικό σινεμά, σε πολύ- πολύ ψηλά μεγέθη. Μια ανάσα από τα Όσκαρ.
Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή τη συζήτηση! Ταξίδεψα.
Να είστε καλά!
