Ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι από εκείνους τους ηθοποιούς που καταφέρνουν να σε κάνουν να γελάς, να συγκινείσαι και να σκέφτεσαι. Οι ρόλοι που έχει υποδυθεί, από τον πιο παράξενο μέχρι τον πιο τρυφερό, έχουν πάντα μια αφοπλιστική φυσικότητα και μια σπάνια αίσθηση του χιούμορ. Το πιο γοητευτικό όμως; Δεν παίρνει ποτέ στα σοβαρά τον εαυτό του. Μιλήσαμε μαζί του για τη διαδρομή του, τις επιλογές και τη ματιά του πάνω στην τέχνη και τη ζωή.

Μάκη, τι είναι αυτό που σε τράβηξε στην υποκριτική;

Δε με τράβηξε κάτι. Έγινε λίγο τυχαία. Σπούδαζα στο Φυσικό και μια φίλη μου, που ήταν φοιτήτρια στη Φιλοσοφική, συμμετείχε σε μια θεατρική ομάδα και μού πρότεινε να πάω κι εγώ. Η ομάδα υπαγόταν στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού. Πήγα, λοιπόν, και μου άρεσε. «Κόλλησα», με λίγα λόγια. Οπότε και το ένα έφερε το άλλο. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Εθνικό Θέατρο. Έτσι έγιναν τα πράγματα.

Ήρθε φυσικά, δηλαδή.

Ναι. Προηγήθηκε τυχαία το ερασιτεχνικό θέατρο και μετά οι εξετάσεις στο Εθνικό. Δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου «α, να πάω να σπουδάσω σε μια Δραματική».

Δεν το μετάνιωσες ποτέ, όμως, να φανταστώ.

Όχι, δεν το μετάνιωσα.

Ισχύει αυτό που λένε ότι η υποκριτική συχνά σε φέρνει σε επαφή με διαφορετικές εκδοχές του εαυτού σου; Σου συνέβη ποτέ;

Δε νομίζω ότι το κάνει μόνο η υποκριτική αυτό. Η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου έχει πολλές εκφάνσεις.

Ναι, το ρωτάω γιατί είναι μια διαδικασία που δεν τη βιώνουν πολλοί άνθρωποι.

Δεν μπαίνουν στη σύμβαση της πρόβας για να υποδυθούν έναν ρόλο, αλλά αυτό που συμβαίνει νομίζω ότι συμβαίνει σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής, είτε είσαι ηθοποιός είτε δεν είσαι.

Συμφωνώ.

Κάποιοι το κάνουν λόγω επαγγέλματος, κάποιοι το κάνουν ίσως και ασυναίσθητα. Το πώς αλλάζει η συμπεριφορά μας ή ο χαρακτήρας μας έχει να κάνει και με τις συνθήκες. Δεν είμαστε ένα πράγμα. Από τη στιγμή που υπάρχει αυτή η αλλαγή στις συνθήκες, αλλάζει και η συμπεριφορά μας απέναντι σε αυτές τις συνθήκες. Για τους ηθοποιούς, συμβαίνει αυτές οι συνθήκες να είναι εξ αρχής δεδομένες από το έργο ή από τον σκηνοθέτη. Αυτό δε σημαίνει ότι στην καθημερινότητά μας δεν μπορούμε να έχουμε μια συμπεριφορά μη συνηθισμένη. Εξαρτάται από τη συνθήκη.

Ναι, σωστά. Ο Γιάννης Μπέζος είχε πει ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο προσόν που έχεις είναι ότι δεν παίρνεις πολύ σοβαρά τον εαυτό σου. Έχει δίκιο;

Ναι, γιατί όχι; (γέλια)

Και τι εννοεί δηλαδή;

Νομίζω ότι εννοεί ότι δε θεωρώ ότι αυτό που κάνω είναι σπουδαίο. Και πράγματι δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι σημαντικό. Προσπαθώ όμως να το κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα. Σε άλλους αρέσει, σε άλλους όχι. Και that’s it.

Αυτή την περίοδο σκηνοθετείς και συμμετέχεις στη θεατρική παράσταση «Το τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ. Θες να μας πεις κάτι παραπάνω γι’ αυτό;

Τέσσερις άνθρωποι – οι δύο σκουπιδοτενεκέδες χωρίς πόδια, οι γονείς του Χαμ. Εγώ υποδύομαι τον Χαμ και τον Κλοβ ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Οι άλλοι δύο είναι ο Δημήτρης Ντάσκας και η Φραγκίσκη Μουστάκη. Βρισκόμαστε σε ένα καταφύγιο, ενώ υπάρχει αυτή η αναμονή για το τέλος. Ο Μπέκετ έχει ένα πολύ ιδιαίτερο χιούμορ, που μου αρέσει πολύ και προσπαθώ ώστε να αναδειχθεί στην παράσταση. Το έργο, παράλληλα, είναι και πολύ συγκινητικό, τρυφερό, αλλά και σκληρό, θα έλεγα. Κατά τη γνώμη μου, τα έχει όλα. Είναι από τα πιο αγαπημένα μου «Το τέλος του παιχνιδιού».

Ο Μπέκετ έγραφε για το αδιέξοδο και την αναμονή. Εσύ, πώς αντιλαμβάνεσαι σήμερα το «τέλος του παιχνιδιού»; Αρχικά έχει τελειώσει το παιχνίδι;

Δεν νομίζω ότι μπορείς να σκέφτεσαι ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Αν το κάνεις, δεν προχωράς και όλα μοιάζουν καταδικασμένα. Εγώ είμαι αισιόδοξος, πιστεύοντας ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν — αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ήδη καλά. Και ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται να αλλάξουν. Η ιδέα ότι «έχει τελειώσει» είναι σαν να πιστεύεις ότι είμαστε όλοι καταδικασμένοι. Δεν πιστεύω ότι είμαστε. Είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν — αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά. Από μόνα τους δε θα αλλάξουν. Είναι ζήτημα απόφασης.

Τώρα, αν η κοινωνία μας έχει βάλει σε μια φάση που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι είμαστε καταδικασμένοι, τι να πω… Αυτό είναι και θέμα παιδείας: να μη γίνεσαι υποχείριο του άλλου. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι — κι εγώ ανά περιόδους — κάνουμε ό,τι μας λένε, χωρίς να αντιδρούμε.

Ισχύει. Είναι και προσωπικό το θέμα μερικές φορές. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια δύναμη.

Για να αλλάξει μια κατάσταση, θα πρέπει να δημιουργηθεί η βάση για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Αν έχεις συνηθίσει στην αδράνεια, δύσκολα θα συμβάλλεις στην αλλαγή των πραγμάτων.

Σωστά. Πριν από μερικούς, στο αφιέρωμα του Κομμουνιστικού Κόμματος στον Μίκη Θεοδωράκη, είχες διαβάσει ένα κείμενο του Μίκη που έλεγε «είναι η βαθιά μουσική που πρέπει να δώσει σιγουριά στους ανθρώπους, όταν ο κόσμος γίνεται όλο και πιο παράλογος». Ας βάλουμε όπου μουσική, την τέχνη γενικότερα. Πιστεύεις ότι η τέχνη έχει αυτή τη δυναμική για να εκπληρώσει αυτήν την αποστολή και τα καταφέρνει στο σήμερα;

Θα μπορούσε, αλλά δεν είναι αποκλειστική υποχρέωση της τέχνης να αλλάξει τον κόσμο. Είναι υποχρέωση των ανθρώπων να αλλάξουν τον κόσμο. Δεν πρέπει να περιμένουν οι άνθρωποι πότε θα φτιαχτεί ένα θεατρικό έργο ή μουσικό για να αφυπνιστούν. Μπορεί να μη γίνει ποτέ. Η αλλαγή των πραγμάτων πρέπει να γίνει επειδή νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον. Κι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια δυναμική και μια επιθυμία να αλλάξουν τα πράγματα. Έχουμε φτάσει σε μια περίοδο που δεν καταλαβαίνει ο άλλος γιατί του λες ότι δεν περνάει καλά. Δεν καταλαβαίνει τι είναι αυτό που του λείπει. Σου λέει «εγώ καλά περνάω».

Έχεις δίκιο.

Είμαστε συνηθισμένοι να συμβιβαζόμαστε. Αν κοιτάξεις, για παράδειγμα, την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης, το μήνυμα που περνά είναι ουσιαστικά: «πάρε αυτό και βούλωσ’ το». Από εκεί προκύπτει η αντίληψη ότι με ό,τι δίνεται, όλα βαίνουν καλώς. Μα δεν είναι έτσι. Ένας καλλιτέχνης μπορεί να πει κάτι που να φαίνεται αισιόδοξο, ισχυρό, ανυψωτικό. Το θέμα όμως είναι τι κάνεις μετά από αυτό. Σου αρκεί που το άκουσες; Τι πράττεις; Κάτι πρέπει να γίνει. Τα πράγματα δεν αλλάζουν απλώς επειδή υπάρχει η επιθυμία της αλλαγής. Δεν είμαστε αυτό που λέμε. Είμαστε αυτό που κάνουμε.

Στην ταινία “Suntan” υποδύεσαι τον Κωστή, έναν μοναχικό μεσήλικα γιατρό που προσπαθεί να ξαναβρεί τον δρόμο του μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν του ταιριάζει. Πιστεύεις πως η σημερινή κοινωνία αφήνει χώρο για ανθρώπους σαν κι αυτόν ή τους εξαναγκάζει σ’ έναν ανταγωνισμό με τα κυρίαρχα πρότυπα;

Στην ταινία, δεν εξηγείται καθόλου το παρελθόν του συγκεκριμένου ρόλου και πώς βρέθηκε εκεί. Ένας γιατρός, στα 40 κάτι, που κάνει το αγροτικό του σε ένα νησί. Αμέσως καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν έχει γίνει καλά. Είναι σπάνιο να δεις έναν γιατρό σε αυτή την ηλικία να κάνει αγροτικό. Οπότε μπορεί να ήταν καθαρά δική του επιλογή να πάει στο νησί, γιατί ίσως να ήθελε να ξεφύγει από κάτι. Μετά έπαθε μια ετεροχρονισμένη εφηβική διάθεση, κυνηγώντας το όνειρο, με μια παγίδα, στην οποία μπορεί να πέσει ο οποιοσδήποτε. Το άλλο είναι ότι υπερέβη τα εσκαμμένα. Οκ, μπορείς να φτάσεις ως ένα σημείο φίλε, μετά γίνεσαι κακοποιητής. Τώρα την πληρώνεις, όπως και την πλήρωσε.

Απλώς εγώ το τοποθέτησα στο κομμάτι ότι σε σπρώχνει η κοινωνία να μπεις σε κάποιο ρεύμα..

Στο θέμα του Κωστή, νομίζω ότι δεν υπήρχε κάποιο σπρώξιμο από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ένας άνθρωπος μόνος που ερωτεύτηκε ένα κορίτσι, το οποίο τού έκανε ένα κομπλιμέντο. Αν ήταν σε μια άλλη ηλικία, μπορεί να μην το σκεφτόταν καν. Του κόστισε ότι κάτι τέτοιο από τη μεριά της κοπέλας εκλήφθηκε ως κάτι εντελώς ανάλαφρο. Πληγώθηκε, εντάξει. Είναι φάουλ η όποια ακόλουθη εκδίκηση.

Πέρα από το θέατρο, συμμετέχεις κάπου αλλού αυτή τη σεζόν; Υπάρχουν καινούρια πλάνα;

Ναι, σκηνοθετώ μια παράσταση στο Ιλίσια – Βολανάκης, ακριβώς δίπλα δηλαδή, που λέγεται “Baby Reindeer” (Μικρό Ταρανδάκι). Είναι ένα έργο που έγινε γνωστό μέσα από τη σειρά του Netflix, όμως στην αρχική του μορφή είναι ένας μονόλογος, γραμμένος από τον Richard Gadd. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, στο Fringe, όπου και προκάλεσε αίσθηση — από εκεί προέκυψε και η μεταφορά του στην οθόνη. Στην ελληνική εκδοχή, τον μονόλογο ερμηνεύει ο εξαιρετικός Διονύσης Πιφέας.

Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να πραγματοποιηθεί τα επόμενα χρόνια;

Δεν έχω μακροπρόθεσμα σχέδια ούτε συγκεκριμένα απωθημένα. Στην επιλογή των έργων και των συνεργασιών, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι οι άνθρωποι — οι συντελεστές — και φυσικά το ίδιο το έργο. Δίνω μεγάλη σημασία στην επιθυμία να δουλέψεις με κάποιους ανθρώπους• θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια συνεργασία. Νιώθω τυχερός που αυτή την περίοδο δεν είμαι υποχρεωμένος να λέω «ναι» σε οτιδήποτε. Αντίθετα, έχω την πολυτέλεια να λέω: «Θέλω να κάνουμε αυτό, μπορούμε;».

Σε ευχαριστώ πολύ, Μάκη.

Κι εγώ!

[mc4wp_form id="278"]