Όλοι λέμε ψέματα – και όλοι μας έχουν πει ψέματα. Είτε στο σπίτι, στη δουλειά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή ακόμα και στις πιο προσωπικές συζητήσεις, το ψέμα αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Σύμφωνα με έρευνες, οι περισσότεροι άνθρωποι ψεύδονται μία ή δύο φορές την ημέρα. Φράσεις όπως «Είμαι καλά, δεν είμαι θυμωμένος», «Δούλευα όλη μέρα ασταμάτητα» ή «Σου πάει καταπληκτικά αυτό το σακάκι» συχνά ειπώνονται για να αποφευχθούν εντάσεις ή να γίνουν οι συναναστροφές πιο ομαλές.
Άλλες φορές, όμως, τα ψέματα είναι πιο σοβαρά: επινοούμε δικαιολογίες για να αποφύγουμε ευθύνες, διαδίδουμε ψευδείς φήμες ή παραποιούμε πληροφορίες προς όφελός μας. Όπως επισημαίνει η ψυχίατρος Τζούλια Γκαρθία-Αλμπέα, η πληρέστερη ερμηνεία του ψεύδους δίνεται από τον Άγιο Αυγουστίνο, ο οποίος το ορίζει ως τη δήλωση του αντίθετου από αυτό που πιστεύει κανείς, με σκοπό την παραπλάνηση.
Το ψέμα δεν είναι πάντα το ίδιο ούτε έχει πάντα τις ίδιες συνέπειες. Η διάκριση αυτή είναι κεντρική για να κατανοήσουμε τη ηθική πολυπλοκότητα του ψεύδους. Αν και η ικανότητα να ψευδόμαστε είναι εγγενής στην ανθρώπινη φύση, ο ρόλος και η επίδρασή της εξαρτώνται από την πρόθεση, το πλαίσιο και τις συνέπειες κάθε φορά.
Από την αρχαιότητα, φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων περιέγραψαν τη κοινωνική ζωή ως ένα theatrum mundi – μια σκηνή όπου φοράμε μάσκες για να συνυπάρχουμε με τους άλλους. Πολλές από αυτές τις «μάσκες» παίρνουν τη μορφή μικρών ψεμάτων που διευκολύνουν την ένταξη και τη ροή της συμβίωσης. Για παράδειγμα, προσποιούμαστε ενθουσιασμό για ένα δώρο, κάνουμε κομπλιμέντα για να μην πληγώσουμε ή αποφεύγουμε κριτική σε στιγμές ευαλωτότητας του άλλου.
Τα αθώα και τα καταστροφικά ψέματα
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Κάρλος Καστίγια ντελ Πίνο, στο βιβλίο του «Ο λόγος του ψεύδους», τα λεγόμενα «λευκά» ή αθώα ψέματα ενισχύουν τον κοινωνικό ιστό, καθώς μαλακώνουν την αλήθεια και συμβάλλουν στην αρμονία των σχέσεων. Σε ορισμένες μορφές λόγου – όπως στη μυθοπλασία, στη διαφήμιση, στη θρησκεία ή σε επαγγελματικά πλαίσια – υπάρχει ένας άρρητος κοινωνικός συμβιβασμός που δικαιολογεί το ψέμα στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Για παράδειγμα, στο θέατρο γνωρίζουμε ότι οι ηθοποιοί υποδύονται ρόλους και δεν μας εξαπατούν πραγματικά.
Σε επαγγέλματα όπως του γιατρού ή του δικηγόρου, μερικές φορές χρησιμοποιούνται προστατευτικά ψέματα για να αποτραπεί ο πόνος ή να προστατευτεί ο πελάτης. Ωστόσο, ενώ τα αθώα ψέματα έχουν συνήθως έναν αλτρουιστικό ή προστατευτικό σκοπό, τα καταστροφικά ψέματα επιδιώκουν τη χειραγώγηση ή τη βλάβη του άλλου.
Η γνωστική επιβάρυνση του ψεύδους και η παθολογία
Το να πει κανείς ένα ψέμα είναι γνωστικά πιο απαιτητικό από το να πει την αλήθεια: ο εγκέφαλος πρέπει να κατασκευάσει και να συντηρήσει μια πλαστή ιστορία. Αυτή η νοητική κόπωση εξηγεί γιατί το συνεχές ψεύδος μπορεί να εξαντλεί τον άνθρωπο που το χρησιμοποιεί. Στο μυθιστόρημα «Εξιλέωση» του Ίαν ΜακΓιούαν, η ηρωίδα Μπράιονι αρχικά λέει ένα αθώο ψέμα αλλά όταν συνεχίζει συνειδητά αρχίζει να νιώθει ενοχές που τροφοδοτούν την ανάγκη της για εξιλέωση.
Η ψυχίατρος Μάρτα Νάβας Τεχέδορ, μέλος της Ισπανικής Εταιρείας Νομικής Ψυχιατρικής (SEPL), τονίζει ότι τα πιο εργαλειακά ψέματα εμφανίζονται σε ορισμένες διαταραχές προσωπικότητας – κυρίως στον λεγόμενο κλάστερ Β (όπως οι ναρκισσιστικές προσωπικότητες) – όπου το άτομο χρησιμοποιεί συστηματικά το ψεύδος ως μηχανισμό προστασίας μετά από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες στη ζωή του. Εδώ το ψέμα παύει να είναι περιστασιακό και γίνεται μέρος της ίδιας της δομής της προσωπικότητας.
Ηθική του λόγου και εκπαίδευση στην ειλικρίνεια
Ο Καστίγια ντελ Πίνο προτείνει τον περιορισμό των αθώων ψεμάτων και την αντιμετώπιση των παθολογικών μέσα από μια ηθική της γλώσσας που βασίζεται στον σεβασμό, την ενσυναίσθηση και την υπευθυνότητα. Πιστεύει ότι η υπερβολική χρήση των λευκών ψεμάτων οδηγεί σε αυτοεξαπάτηση και απώλεια αυθεντικότητας. Υποστηρίζει τη σημασία της ειλικρίνειας με ενσυναίσθηση και διεκδικητικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τα συναισθήματα και την αξιοπρέπεια του άλλου χωρίς προσφυγή στο εύκολο ψεύδος.
Αυτού του είδους η κοινωνική και συναισθηματική εκπαίδευση μπορεί να ξεκινήσει από το σχολείο, δημιουργώντας χώρους διαλόγου ακόμα και στις δύσκολες στιγμές. Έτσι το άτομο μαθαίνει πώς να διαμορφώνει περιβάλλοντα όπου η αλήθεια μπορεί να εκφραστεί χωρίς φόβο. Σε κλινικές περιπτώσεις παθολογικού ψεύδους προτείνεται θεραπευτική προσέγγιση που εξετάζει τη βαθύτερη λειτουργία των συμπτωμάτων – στόχος δεν είναι η τιμωρία αλλά η κατανόηση και η αλλαγή συμπεριφοράς στη ρίζα της.
Η ικανότητα να λέμε ψέματα – είτε για καλό είτε για κακό – είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Δεν έχουν όμως όλα τα ψέματα την ίδια ηθική βαρύτητα ούτε προκαλούν τις ίδιες συναισθηματικές συνέπειες. Κάποια ενισχύουν τους κοινωνικούς δεσμούς ενώ άλλα προκαλούν ρήγματα στις σχέσεις. Το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να πούμε ή όχι ένα ψέμα αλλά ποιος ωφελείται ή βλάπτεται από αυτό. Εξίσου σημαντικό είναι να εξετάζουμε πάντα την πρόθεση, το πλαίσιο και τις συνέπειες κάθε πράξης εξαπάτησης.
Πατρίσια Φερνάντεζ Μαρτίν, κλινική ψυχολόγος
Πηγή: EL PAÍS
