Η Λίλα Μπακλέση είναι από εκείνες τις ηθοποιούς που σε κερδίζουν από το πρώτο λεπτό. Με το βλέμμα και τη φωνή της, με μια φυσική ευγένεια και μια εσωτερική δύναμη, είτε πάνω στη σκηνή είτε μπροστά στην κάμερα, μεταφέρει πάντα κάτι αληθινό στα μάτια των θεατών. Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μας ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο της. Μιλά για τη διαδρομή της, για το ανεξάντλητο νόημα του αρχαίου δράματος, για τη μαθηματική λογική που κρύβεται μέσα στο θέατρο, για τον ρόλο της τέχνης στο σήμερα και για όλα όσα θέλει να συμβούν. Παράλληλα, μοιράζεται την εμπειρία της από τον ρόλο της Ισμήνης στην «Αντιγόνη», σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, και πώς η συμμετοχή της σε αυτή την παράσταση τη γεμίζει τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικά.

Λίλα, πώς ξεκίνησε η ιστορία σου με την ηθοποιία και πώς ήταν η διαδρομή μέχρι σήμερα;

Ξεκίνησε λίγο ανορθόδοξα. Όσο ήμουν στην Πάτρα και σπούδαζα στο Πολυτεχνείο, ήμουν και μέλος μιας ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Εκεί, με είδε ο σκηνοθέτης κινηματογράφου, Παναγιώτης Φαφούτης, οπότε και μού πρότεινε να συμμετάσχω στη μεγάλου μήκους ταινία του, «Παράδεισος». Βρέθηκα, λοιπόν, ανάμεσα σε καταξιωμένους ηθοποιούς, όπως η Μαρία Σκουλά, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, ο Χρήστος Λούλης κ.α. Έπειτα, έκανα άλλη μία ταινία, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι κάπως το σύμπαν μού λέει ότι πρέπει να δοκιμάσω κάτι άλλο στη ζωή μου (πέρα από το Πολυτεχνείο). Έδωσα τότε εξετάσεις σε διάφορες δραματικές σχολές, αλλά ήμουν αρκετά τυχερή και πέρασα στο Εθνικό Θέατρο. Τελειώνοντας το Εθνικό, ξεκίνησα αμέσως να δουλεύω στο θέατρο και την τηλεόραση. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στην τηλεοπτική σειρά «Ταμάμ». Το «Ταμάμ» γνώρισε γρήγορα μεγάλη επιτυχία, δίνοντάς μου την άνεση να κάνω κάποια πράγματα που ήθελα πολύ στο θέατρο. Την οικονομική άνεση, εννοώ. Και να συνεχίσω, επίσης, τις σπουδές μου στο Λονδίνο, πάνω στην υποκριτική στον κινηματογράφο. Γι’ αυτό νιώθω πολύ ευγνώμων γι’ αυτή τη σειρά, γιατί εκτός από την οικονομική ασφάλεια, μού προσέφερε και γνώση γύρω από την κάμερα (είχαμε διευθυντή φωτογραφίας, τον εξαιρετικό Γιάννη Δασκαλοθανάση, σκηνοθέτη τον επίσης εξαιρετικό Πιέρρο Ανδρακάκο, αλλά και συναδέρφους που με πήγαν ένα βήμα παραπέρα). Έκτοτε, προσπάθησα να δώσω το δικό μου στίγμα σε σχέση με αυτό που με ενδιαφέρει να κάνω. Με δικές μου παραστάσεις με ανθρώπους που εκτιμώ πάρα πολύ. Αναφέρομαι στις παραστάσεις «Οι κάτω απ’ τα αστέρια», «Η βίλα», «Δάφνη». Οι δύο από αυτές («Οι κάτω απ’ τα αστέρια», «Δάφνη») ήταν δικές μας παραγωγές, που τις κάναμε και περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Η «Βίλα» δεν ήταν, αλλά ήμουν με ανθρώπους που είναι φίλοι, εκτιμώ πολύ, συνεργάζομαι ακόμη και θέλω να συνεργάζομαι και στο μέλλον. Και κυρίως μιλάμε για ένα θέατρο αρκετά πολιτικό είτε αναφερόμαστε σε ανθρώπινες σχέσεις, είτε στις γυναίκες που βασανίστηκαν στη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ, είτε μιλάμε για μια bisexual γυναίκα, που βιώνει κακοποίηση.

Λοιπόν, αυτόν τον καιρό, είμαι στην παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Βαθιά πολιτικό έργο και δυστυχώς, επίκαιρο. Νιώθω πολύ τυχερή που συνεργάζομαι με αυτούς τους συναδέρφους σε αυτό το συγκλονιστικό έργο.

Θέλω να μιλήσουμε γι’ αυτό. Αλλά θα σε πάω λίγο στην αρχή. Είπες ότι έχεις αποφοιτήσει από το Πολυτεχνείο.

Δεν έχω αποφοιτήσει. Μου έχουν μείνει πέντε μαθήματα! Όταν ήμουν επί πτυχίω, έγινε μια μεγάλη κατάληψη, που συνέπεσε με την είσοδό μου στο Εθνικό. Οπότε… Ενώ ήμουν προετοιμασμένη, δεν μπόρεσα να πάρω το πτυχίο μου. Ουσιαστικά όμως ό,τι ήταν να πάρω από το Πολυτεχνείο το πήρα.

Αυτό ήθελα να ρωτήσω. Επειδή κι εγώ έχω τελειώσει το Πολυτεχνείο, τα στοιχεία που σου δίνει αυτή η κατεύθυνση σπουδών θεωρούνται ότι είναι κάπως συγκρουόμενα με μια καλλιτεχνική πορεία. Έχεις νιώσει ποτέ κρίση ταυτότητας εξαιτίας αυτών των στοιχείων; Συγκρούονται μέσα σου η λογική με το συναίσθημα;

Όχι, γιατί, όταν είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα, αν δεν υπάρχει λογική, αν δεν είσαι ψύχραιμος να αντιμετωπίσεις κάποιες καταστάσεις –και οικονομικές, αλλά και επαγγελματικής φύσης- δεν μπορείς να προχωρήσεις, τρελαίνεσαι. Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα στον χώρο μας –βέβαια, τι δεν είναι στην Ελλάδα αυτή την στιγμή-. Εμείς έχουμε επιπλέον και την ανασφάλεια ότι κάθε έξι μήνες πρέπει να ψάχνουμε και για καινούρια δουλειά. Και πρέπει να είσαι και μάνατζερ του εαυτού σου, επίσης. Οπότε με βοήθησε πάρα πολύ το ότι ήμουν στο Πολυτεχνείο και πέρασα έξι χρόνια εκεί, παλεύοντας με τη λογική. Το συναίσθημα ήδη υπήρχε, αυτό δεν το χάνεις. Απλώς, μαθαίνεις να εξελίσσεις τα εκφραστικά σου μέσα. Και όσο περισσότερο διαβάζεις, τόσο περισσότερο εξελίσσεσαι. Αλλά εδώ, δεν έχουμε κάποιον ατζέντη ώστε να μπορεί να μας βοηθά, οπότε όλα καλούμαστε να τα κάνουμε μόνοι μας. Με βοηθάει πολύ το ότι διαθέτω μαθηματική σκέψη.

Συμφωνώ. Ασχολείσαι και με τη σκηνοθεσία, αν δεν κάνω λάθος.

Μόνο στο πλαίσιο της ομαδικής σκηνοθεσίας. Δηλαδή, στους «Κάτω απ’ τα αστέρια» και στη «Δάφνη», με την Αρτέμιδα Γρύμπλα και τον Κωνσταντίνο Μπιμπή, αποφασίσαμε να σκηνοθετήσουμε μόνοι μας αυτά τα έργα, ακριβώς επειδή είναι τόσο προσωπικά. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Δεν νομίζω ότι θα ήθελα να σκηνοθετήσω κάτι μόνη μου. Αυτό ίσως να το κάνω στον κινηματογράφο, αργότερα.

Οπότε σε ελκύει πιο πολύ η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο.

Ναι, η σκηνοθεσία στο θέατρο μου φαίνεται πιο ομαδική δουλειά.

Τώρα όσον αφορά στην «Αντιγόνη». Συμμετέχεις στην παράσταση υποδυόμενη την Ισμήνη. Θες να μας πεις περισσότερα γι’ αυτήν τη δουλειά;

Η Ισμήνη είναι ένα αρχέτυπο. Μια μορφή που ουσιαστικά την ξέρουμε όλοι μας. Είναι πολύ γνώριμη. Γιατί είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας και είμαστε κι εμείς. Το να βρεις μια Αντιγόνη, αυτό γίνεται μια φορά στα εκατό χρόνια. Αυτό που μπορώ να δω στο σήμερα ως Αντιγόνη είναι οι άνθρωποι που δεν είναι καν από την Παλαιστίνη και πάνε να βοηθήσουν στη Γάζα. Γιατροί, εθελοντές κ.α. Αυτή είναι η μορφή της σύγχρονης Αντιγόνης. Ισμήνη είμαστε όλοι εμείς. Εμείς που προσπαθούσε να επιβιώσουμε μέσα σε αυτόν τον ακραίο καπιταλισμό, που πλέον έχει εξελιχθεί σε κάτι άλλο. Δεν είναι καν ακραίος καπιταλισμός. Η Ισμήνη ζει το δικό της δράμα. Έχοντας χάσει όλη την οικογένειά της, τρέμει ότι θα χάσει και την αδερφή της. Μιλάμε για την απόλυτη μοναξιά.

Η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι μία από τις πιο διάσημες αρχαίες τραγωδίες κι έχει παρουσιαστεί αμέτρητες φορές στο σύγχρονο θέατρο. Πιστεύεις ότι κάθε νέο ανέβασμα ενός αρχαίου δράματος έχει το περιθώριο να μας πει κάτι καινούριο ή έχει εξαντληθεί το θέμα;

Ε, όχι, δεν έχει εξαντληθεί. Είναι τόσο σπουδαία αυτά τα κείμενα και η σκηνοθεσία, κάθε φορά, μπορεί να φέρει στο φως πτυχές τους, που ίσως να μην τις έχουμε φανταστεί. Έτσι κι αλλιώς, επειδή ακούγονται διάφορα για το πώς ανεβαίνουν τα συγκεκριμένα έργα, αυτό που νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό είναι ότι τα κείμενα δεν παθαίνουν τίποτα. Αν δεν δοκιμάσουμε πράγματα, πάνω σε πτυχές των κειμένων, δεν μπορούμε να δούμε τίποτα καινούριο στο θέατρο. Θα δοκιμάσουμε, θα αποτύχουμε, θα ξαναδοκιμάσουμε. Και κάποια στιγμή, θα καταφέρουμε να κάνουμε κάτι, το οποίο θα απευθύνεται σε όλους. Αυτός είναι και ο στόχος, όταν κάνεις μια παράσταση: να πει κάτι και σε αυτούς που είναι εκπαιδευμένοι, αλλά και σε εκείνους που έρχονται, πρώτη φορά, σε επαφή με το θέατρο.

Η Αντιγόνη ειδικά είναι ένα αριστούργημα. Κάθε φορά, που ακούω την παράσταση ή που είμαι μέσα στη σκηνή, με συγκλονίζει. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος, που δεν συγκλονίζεται με αυτό το κείμενο. Ειδικά με τη σκηνοθεσία που έχει κάνει ο Θέμης Μουμουλίδης, που έχει δώσει και πάρα πολλή σημασία στον λόγο. Βλέπουμε, όπου έχουμε παίξει και μετά συζητάμε με τους θεατές, ότι η παράσταση είναι πλήρως κατανοητή. Αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα, που έχουμε καταφέρει. Θεατές, παιδιά, δημοτικού, γυμνασίου, βλέπουν στην παράσταση ότι όλα αυτά έχουν κάτι να τους πουν. Με κάποιον τρόπο, κάπως μετακινούνται.

Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ζούμε σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, που έχει εξαντλήσει τα όρια του παραλογισμού και της σκληρότητας. Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο; Μπορεί στ’ αλήθεια να μας δείξει έναν άλλο δρόμο;

Η τέχνη θέτει ερωτήματα. Η τέχνη είναι πάντα πολιτική. Δε γίνεται να μην είναι πολιτική. Όπως και οι άνθρωποι δε γίνεται να μη ζούμε με έναν τρόπο που δεν θα μας βγάλει από αυτό το αδιέξοδο. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη, τουλάχιστον στην Ευρώπη, σε ένα τέλμα. Είμαστε πολύ κοντά, αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμη στον πάτο. Βλέπουμε να οδεύει η κοινωνία στον εκφασισμό σε όλη την Ευρώπη. Και σε άλλα μέρη, αλλά για την Ευρώπη θα μιλήσω, γιατί εδώ έχω ζήσει όλη μου τη ζωή. Κάποια στιγμή, θα γίνει ένα μπαμ. Το πότε θα γίνει και τι προεκτάσεις θα έχει δεν μπορώ να το γνωρίζω. Κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει. Αν συνεχίσουμε αυτόν τον κατήφορο, δεν ξέρω πού μπορούμε να φτάσουμε. Γιατί και ο κόσμος, κάποια στιγμή, θα φτάσει στα όριά του.

Ισχύει. Αν δεν έχει φτάσει ήδη. Τελευταία ερώτηση, Λίλα. Υπάρχει κάτι που ονειρεύεσαι και θες να πραγματοποιήσεις καλλιτεχνικά;

Θα ήθελα να κάνω μια ταινία με κάποιους ανθρώπους, που εκτιμώ πάρα πολύ. Μια ταινία που να έχει να πει κάτι στην ψυχή μας κι ελπίζουμε να έχει να πει κάτι και στον κόσμο. Είναι τεράστια διαδικασία να κάνεις ταινία στην Ελλάδα. Πάρα πολύ δύσκολη και χρειάζεται πολύ πόνο και ιδρώτα. Ελπίζω όμως ότι θα τα καταφέρουμε. Απλώς, δεν είναι πλάνο που μπορείς να πεις ότι θα γίνει τώρα. Είναι πλάνο πενταετίας. Στο θέατρο, ετοιμάζουμε συνέχεια καινούρια πράγματα, διαβάζουμε καινούρια έργα. Θα ήθελα, με το καλό, να συνεργαστώ και με κάποιους σκηνοθέτες, αλλά δε βιάζομαι για τίποτα. Έχω μια πορεία, η οποία με πάει, την οδηγώ κι εγώ. Θέλω να έχω κάπως τη δική μου ροή. Αυτό που κυρίως φαντασιώνομαι είναι να ξανακάνω κάτι, όπως είχα κάνει στο Λονδίνο, εξελίσσοντας τον εαυτό μου και την τέχνη μου. Θα ήθελα να πάω στην Νέα Υόρκη να κάνω κάτι αντίστοιχο. Υπάρχουν πολλά τέτοια όνειρα. Θέλω πολύ να ταξιδεύω. Όταν ταξιδεύεις, μαθαίνεις πιο πολλά για τον εαυτό σου. Και η παρατήρηση είναι το σημαντικότερο εργαλείο του ηθοποιού.

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!

Κι εγώ!

*Κεντρική φωτογραφία: Γεράσιμος Φρόνιμος

[mc4wp_form id="278"]