
Ο Αργύρης Ξάφης επιδιώκει να εμβαθύνει στον λόγο, στο σώμα, στο πολιτικό και υπαρξιακό βάθος κάθε ρόλου, αφήνοντας πάντα χώρο στην αλήθεια. Από τη σκηνή του θεάτρου «Αμόρε», μέχρι τους πολλαπλούς ρόλους στην παράσταση «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σ’ αυτό το μέρος», μαθαίνει και εξελίσσεται. Φέτος το καλοκαίρι, συμμετέχει στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαπα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου — μια ακόμη διαδρομή στη συνεχή του αναμέτρηση με το αρχαίο δράμα. Μέσα από την τέχνη που υπηρετεί, ανοίγει παράθυρα σε έναν κόσμο που αλλάζει — συχνά πιο βίαια απ’ όσο αντέχουμε. Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι μια προσωπική κουβέντα για το θέατρο, την κοινωνία, την ευθύνη του καλλιτέχνη και για όλα αυτά που είναι για να γίνουν.
Αργύρη, πώς ξεκίνησε η ιστορία σου με το θέατρο; Θυμάσαι τη στιγμή που είπες στον εαυτό σου «ότι εγώ μ’ αυτό θέλω να ασχοληθώ».
Ναι, ήταν αφού μπήκα στη δραματική σχολή. Δεν ήμουν καθόλου, όμως, σίγουρος ότι θα μου ταίριαζε. Δεν με απασχολούσε, από όταν ήμουν μικρός, δεν ήταν όνειρό μου, δεν ήξερα καν πώς γίνεται κάποιος ηθοποιός. Δεν είχα δει και πολύ θέατρο. Με το σχολείο, είχα δει ίσως μόνο μια παράσταση. Παρόλα αυτά, κατά σύμπτωση, χρειάστηκε μια φίλη μου, που είχε αποφασίσει να γίνει ηθοποιός, να κατέβει στο κέντρο της Αθήνας – το κέντρο το ήξερα πολύ καλά, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου στην Ευριπίδου- και προσφέρθηκα να την πάω εγώ μέχρι την Πειραιώς. Φτάσαμε εκεί, μπήκα κι εγώ μαζί της στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να δω τι παίζει –τελείως αθώα- . Η αίσθηση που αποκόμισα, βλέποντας τους νέους ανθρώπους, που έκαναν το ζέσταμά τους, ήταν σαν να με κινητοποίησε, ώστε να παραδεχτώ ότι κάτι αρχίζει να μου αρέσει και ότι θα ήθελα να δοκιμάσω κι εγώ. Ρώτησα για το πώς γίνεται η διαδικασία κι επικοινώνησα με κάποιους φίλους από το πολιτιστικό του Αμαρουσίου (είχαμε γνωριστεί τη χρονιά των μαθητικών καταλήψεων), λέγοντάς τους ότι θέλω να δώσω στο Εθνικό κι αν μπορούν να με βοηθήσουν, προτείνοντάς μου κομμάτια. Με βοήθησαν και πέρασα τις εξετάσεις.
Και με την πρώτη.
Δεν είχα όμως ιδέα. Ούτε διαβασμένος ήμουν, ούτε, όπως είπα, ήταν όνειρό μου αυτό το πράγμα. Βρισκόμενος εκεί και προσπαθώντας να «φτάσω» τους συμφοιτητές μου, άρχισα να διαβάζω, να εμβαθύνω, να καταλαβαίνω. Για το μόνο που μπορώ να μιλήσω με σιγουριά είναι ότι είχα δει, σε σχέση με τους άλλους, τον περισσότερο κινηματογράφο. Έβλεπα από πολύ μικρός. Μεγάλωσα πάνω από τρία σινεμά, στο Περιστέρι. Ήμουν τζάνκι με τις ταινίες. Οπότε καταλάβαινα πού μπορεί να στοχεύει αυτό το πράγμα, τι μπορεί να σημαίνει μια καλή ερμηνεία. Μέσα στα χρόνια της σχολής, επίσης, κατάλαβα ότι αποκλείεται αυτό που μας δίδασκαν να είχε την παραμικρή σχέση με ό,τι μου είχε αρέσει εμένα σε οποιαδήποτε ταινία. Στα χρόνια της σχολής, πέρα από τον τεράστιο ανταγωνισμό –ήμουν ο πιο μικρός κι ένιωθα ότι «έτρωγα πολύ ξύλο»- καταλάβαινα ότι δε με ευχαριστούν τα μαθήματα, δεν πίστευα ότι εκείνος ήταν ο σωστός δρόμος, χωρίς όμως να ξέρω και κάτι παραπάνω. Ένιωθα, όμως, ότι αυτοί που θαύμαζα, ο Πατσίνο ή ο Ντε Νίρο, αποκλείεται να παίζουν, ακολουθώντας όλα όσα μας δίδασκαν τότε στο Εθνικό. Άρα τα φοιτητικά χρόνια, πέρασαν κάπως έτσι. Με αυτή τη συνεχή διαμάχη μέσα μου. Η αλήθεια είναι ότι η αληθινή σχολή και η αληθινή σχέση μου με το θέατρο ξεκίνησε αμέσως μετά τις σπουδές. Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί βρέθηκα σε ακρόαση του Θωμά Μοσχόπουλου, πέρασα κι έτσι έπαιξα στο ιστορικό πια “Shopping and fucking”, που ανέβηκε στο «Αμόρε» το 1997, στα 20 μου χρόνια. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω πώς γίνεται αυτή η δουλειά κι ότι ο δρόμος, που είχα να διανύσω, ήταν πολύ μακρύς. Έπρεπε να μελετήσω πολύ. Μέχρι τότε, ασχολιόμουν με τα μαθηματικά και τη φυσική. Ήμουν αυτής της κατεύθυνσης.
Παρόλα αυτά, βρίσκεσαι στο σήμερα με μια μακρόχρονη πορεία πίσω σου.
Κόπιασα πολύ τα πρώτα χρόνια. Υπήρχαν μέρες, που δεν προλάβαινα να κοιμηθώ από το διάβασμα, τις ταινίες, τα πράγματα που έπρεπε να κατακτήσω για να βρεθώ, όπως εγώ πίστευα, σε ένα ισότιμό επίπεδο. Καταλάβαινα σίγουρα ότι όλοι έχουν να μού μάθουν πολλά πράγματα. Τα πρώτα χρόνια, δούλεψα με αρκετούς ανθρώπους, πέρα από τον Μοσχόπουλο και το Αμόρε.
Τι ξεχωρίζεις όλα αυτά τα χρόνια; Υπήρξε συγκεκριμένη στιγμή που είπες, «παρόλο το ξύλο που έχω φάει, άξιζε όλο αυτό»;
Τα χρόνια του Αμόρε, υπήρχαν στιγμές –γιατί δεν είναι κάθε χρονιά η καλύτερή σου χρονιά- , όπου συνέβαιναν πράγματα θεατρικά, που ήταν και για μένα ένα άλμα σε κάτι καινούριο, αλλά και για τη θεατρική πραγματικότητα, γενικότερα. Ξεκινώντας με το“Shopping and fucking”, μια παράσταση που έφερε ένα τελείως απροσδόκητο κοινό στο θέατρο, κυρίως νέους ανθρώπους. Πρώτη φορά, μπήκε στο θέατρο τόσος νέος κόσμος. Ήταν πρωτεργάτης σε αυτό το “Shopping and fucking” και η ποπ διάσταση, που είχε αποκτήσει. Ο νέος κόσμος είχε ανάγκη να μιλήσει για τα δικά του ζητήματα. Αυτό φάνηκε. Από εκεί και πέρα, υπήρχαν πολλές παραστάσεις: Ο Βυσσινόκηπος, «H ζωή είναι ένα όνειρο» του Καλντερόν, «Το στρίψιμο της βίδας» του Χενρι Τζέημς, για το οποίο πήρα και το βραβείο Χορν. Αργότερα, η συνεργασία με τον Γιώργο Λάνθιμο, στην πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία, στο «Διαδικασίες διακανονισμού διαφορών» του Δημήτρη Δημητριάδη -μια στιγμή που με βρήκε σε ένα τέλμα γιατί δεν ήξερα αν θέλω να συνεχίσω να δουλεύω-. Η συγκεκριμένη συνεργασία με αναπτέρωσε, οπότε και το δίλημμα διαλύθηκε. Νομίζω κάπως έτσι ήρθαν τα πράγματα και βρέθηκα με τους ανθρώπους που βρέθηκα. Άνθρωποι που με πήγαν παραπέρα, που με βοήθησαν να ανακαλύψω πράγματα, που ούτε ο ίδιος ήξερα ότι είχα.
Έτσι είναι. Αργύρη, ερχόμενος στο παρόν, θέλω πολύ να σε ρωτήσω για την τελευταία παράσταση «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος». Την είδα και μου άρεσε πάρα πολύ. Μάλιστα, ήμουν και στη γενική δοκιμή.
Ω, ήσουν από αυτό το κλειστό, αγαπημένο κοινό. Λοιπόν, η συγκεκριμένη παράσταση έχει προχωρήσει σε άλλα επίπεδα.
Ναι, το μαθαίνω.
Έχω καταφέρει να συμβαίνουν πολύ περισσότερα πράγματα εσωτερικά. Πρόκειται για μια παράσταση, που είχε χρόνο να δοκιμαστεί με το κοινό. 150 παραστάσεις μέχρι τώρα.
Γιατί πιστεύεις είχε αυτή την έντονη απήχηση στο κοινό;
Ένα έργο με queer θεματική παίζεται και βρίσκει ανταπόκριση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτής της κατακαημένης χώρας. Για μένα είναι σημαντικό. Από το να είναι ένα ακόμη ρεαλιστικό κείμενο, με δύο τύπους, που πλακώνονται και βρίζονται. Ωραία κι αυτά που είναι αυτή τη στιγμή και στη μόδα. Αλλά το να είναι ένα τέτοιο έργο, όπως προανέφερα, είναι πολύ σημαντικό. Και πολιτικά, φυσικά.
Ναι, σωστά. Άρα αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που μίλησε στον κόσμο, δηλαδή.
Νομίζω ότι ήταν ο συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Υπήρξε συντονισμός: από εμένα, από τη Ζωή Ξανθοπούλου, από το κείμενο. Αυτός ο συντονισμός έχει πολύ μεγάλο μερίδιο στην αποδοχή αυτής της παράστασης. Μπορεί να προέκυπτε μια «μάπα» παράσταση: με το ίδιο θέμα, με τα ίδια λόγια, ακόμη και με τους ίδιους ανθρώπους, αν δεν συνέβαιναν όλα τα προηγούμενα. Γίνεται στο θέατρο να συντονίζονται τα πράγματα. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο συνέβη εδώ.
Φέτος το καλοκαίρι, θα είσαι στην «Ανδρομάχη», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.
Ναι, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα. Από την Ιώ Βουλγαράκη, στη Ζωή Ξανθοπούλου και τώρα στη Μαρία Πρωτόπαππα. Γυναίκες όλες κι από τις πιο αγαπημένες μου συνεργασίες. Με την Μαρία ξανασυνεργαζόμαστε, έξι χρόνια μετά από το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Από τότε είχαμε δώσει μια υπόσχεση να δουλέψουμε ξανά μαζί, γιατί είχαμε συνεργαστεί υπέροχα.

Θες να μοιραστείς κάτι παραπάνω για την «Ανδρομάχη»;
Σε αυτόν τον θίασο, έχουμε έναν πολύ καλό οδηγό στο τιμόνι. Η Μαρία, σε σχέση με το κείμενο, είναι πάρα πολύ καλά και βαθιά διαβασμένη. Στις πρόβες, υπάρχει διάχυτη μια έντονη δύναμη και μια ελευθερία να δοκιμάσουμε πράγματα. Επίσης, το γεγονός ότι η Μαρία έχει τολμήσει κι έχει βάλει δύο άνδρες στους δύο βασικούς γυναικείους ρόλους, της Ανδρομάχης και της Ερμιόνης, το θεωρώ αρκετά δυνατό. Θεματικά για τον τρόπο που οι άνδρες έβλεπαν τις γυναίκες τότε και μέσα από αυτή τη ματιά προσπαθούσαν να τις αποκαλύψουν, κι εμείς, με την σχεδόν επιστημονική έρευνα της Μαρίας πάνω σε αυτό το κομμάτι, έτσι κινούμαστε. Είναι πολύ σημαντικό γιατί δεν ασχολούμαστε με το κέλυφος καθόλου. Έχουμε κάτι ουσιαστικότερο να ασχοληθούμε.

Ακούγεται ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο.
Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Υπάρχει βάθος στην ανάγνωση, με μια συμφιλιωτική διάθεση. Όχι όμως τακτοποίησης, αλλά με έντονη την ανάγκη να βρεθεί ένας κοινός τόπος.
Ασχολείσαι και με τη διδασκαλία. Σωστά;
Σωστά. Από το 2009, διδάσκω στο Ωδείο Αθηνών.
Πώς είναι η επαφή με τη νέα γενιά;
Είμαι πωρωμένος με αυτό. Έχω εισαγάγει κι έναν θεσμό ο οποίος έχει καθιερωθεί στο Ωδείο κι έχει να κάνει με τον καθηγητή, που είναι υπεύθυνος για την πρόοδο συνολικά ενός έτους. Υπάρχει ένας καθηγητής που είναι σταθερός και στην πραγματικότητα οδηγεί τις σπουδές των μαθητών. Αυτό είναι κάτι που το ξεκίνησα το 2010, με ένα έτος που αγαπούσα πάρα πολύ. Δε βασίστηκε σε κάποια επιστημονική σκέψη, απλώς ήθελα να συνεχίσω να είμαι με τα παιδιά. Κατάλαβα ότι επιμένοντας και ασχολούμενος με όλες τις πτυχές της εκπαίδευσής τους, κάτι τέτοιο, κατά τη γνώμη μου, τους έκανε πληρέστερους και πιο εμπλεκόμενους. Είμαι πολύ περήφανος για τους μαθητές μου. Τους βλέπω να κάνουν τόσα ξεχωριστά πράγματα και καμαρώνω, σαν τον μπάρμπα (γέλια).
Νιώθεις περηφάνια. Θέλω να μιλήσουμε και για την εποχή που ζούμε. Αρχικά, συμβαίνουν τα πάντα: μια γενοκτονία σε ζωντανή μετάδοση, πολεμικές συγκρούσεις, άνοδος της ακροδεξιάς, φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός. Πώς αντανακλάται όλο αυτό στην τέχνη; Πιστεύεις ότι αντιδρά στο βαθμό που θα έπρεπε; Αν έπρεπε.
Υπάρχουν πολλές ταχύτητες σε αυτό το πράγμα. Υπάρχουν άνθρωποι που βιάζονται να αντιδράσουν, άνθρωποι που προφανώς αντιδρούν και δεν πράττουν όμως κάτι, άνθρωποι που αντιδρούν φωνάζοντας ενώ πράττουν ταυτόχρονα, άνθρωποι που δεν φωνάζουν, αλλά πράττουν και υπάρχουν άνθρωποι που αδιαφορούν. Υπάρχουν όλα αυτά τα επίπεδα και για μένα είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις ότι υπάρχουν για να μην απαιτείς από όλους να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Το λέω, βλέποντας τον εαυτό μου, που, κάποιες φορές, απαιτώ από τους άλλους να είναι το ίδιο δραστικοί και φωνακλάδες, όσο εγώ. Το οποίο είναι λάθος. Γιατί είναι πολύ εύκολο να παρεξηγείς ανθρώπους. Οπότε θέλω να είμαι πολύ προσεκτικός σε αυτό το κομμάτι. Βλέπουμε τη γενοκτονία στη Γάζα, έναν ασταμάτητο πόλεμο στην Ουκρανία τελείως ιμπεριαλιστικό από τη μεριά της Ρωσίας και του δικτάτορα Πούτιν, στην Αφρική εμφύλιοι με άπειρα θύματα, έναν γελοίο κλόουν, πρόεδρο της Αμερικής και μια Ευρώπη, η οποία ψάχνει να βρει το πάτημά της, παραπαίοντας δεξιά και δεξιότερα. Και ταυτόχρονα, μια Αριστερά που δεν ξέρει πώς να μιλήσει. Είναι ενίοτε κολλημένη σε ένα παρελθόν, που ίσως να μην μπορεί να συντονιστεί με το σήμερα. Εξαιτίας αυτού, πολλές φορές, δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί σοβαρά θέματα, όπως είναι το μεταναστευτικό. Όλοι περιμένουμε, ως πολίτες, να βρεθεί κάποιος να επανεφεύρει κάτι που θα μας εμπνέει. Γιατί υπάρχει έντονα η αίσθηση ότι «όλα περίπου είναι ίδια».
Ίσως η απάντηση έρθει από τον κόσμο. Από τα κάτω, που λένε.
Ναι. Σε αυτή τη φάση είμαστε πολιτικά. Η τέχνη τώρα πώς αντιδρά σε όλα αυτά; Η τέχνη παράγει θέατρα, φτιάχνει παραστάσεις. Υπάρχουν πολύ περισσότερες πολιτικές παραστάσεις απ’ ό,τι παλιά. Το θέατρο δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει τον πλανήτη. Το θέατρο έχει τη δύναμη να αλλάξει κάποιους ανθρώπους, να τους βάλει να ξανασκεφτούν πράγματα. Και αυτή η αναθεωρημένη σχέση με τον εαυτό τους να τους οδηγήσει να πράξουν κάτι. Κι αυτό το κάτι να βοηθήσει ενδεχομένως να αλλάξει ένα κομμάτι του κόσμου. Αυτή είναι η δύναμη της τέχνης. Τα ενημερωτικά μέσα, από την άλλη, κινούνται στη λογική του «σας τρομοκρατώ για τα πάντα ώστε να κλειστείτε και να μην κάνετε τίποτα». Κι αντίστοιχα, η εκπαίδευση, ή η θρησκεία, επίσης. Δεν οδηγούν στη δράση όλα αυτά. Το θέατρο σε σπρώχνει στη δράση, εφόσον έχεις στοιχειώδη συνείδηση.
Υπάρχει κάτι που νιώθεις ότι ακόμη δεν έχεις πει μέσω της δουλειάς σου και το κουβαλάς ως επιθυμία ή ανάγκη να το κάνεις, κάποια στιγμή, στο μέλλον;
Η ζωή είναι ένα ατελείωτο φάσμα πραγμάτων, σκέψεων, ιδεών, ερωτημάτων. Αυτό μου έλειπε να θεωρώ ότι έχω ασχοληθεί με βασικά ερωτήματα. Είμαι πολύ μακριά από αυτό, νομίζω. Κάθε φορά, προκύπτουν καινούρια, σε σχέση με όλες τις συνισταμένες της πραγματικότητας που ζω. Στην προσπάθειά μου, να κάνω zoom out, ανακαλύπτω ερωτήματα που απασχολούν περισσότερο κόσμο. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να ασχολούμαι με καινούρια κείμενα, να δουλεύω με νέους ανθρώπους, μ’ αρέσουν πολύ τα καινούρια πράγματα, που δεν τα ξέρω. Με τραβάνε πολύ.
Και κάτι τελευταίο. Πέρα από την «Ανδρομάχη» και την περιοδεία της, πού θα σε δούμε μετά το καλοκαίρι;
Πριν από την Επίδαυρο (8 και 9 Αυγούστου), παίζουμε την «Ανδρομάχη» σε δυο- τρία μέρη και μετά τις 9 Αυγούστου, αρχίζει η περιοδεία της σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Τελειώνοντας, θα επιστρέψω στο «Σώμα», σε έναν τελευταίο κύκλο παραστάσεων για ενάμιση μήνα και μετά φουλ πρόβες για τον «Ιβάνοφ» του Τσέχωφ, που θα ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Με έναν φοβερό θίασο, με φίλους κι αγαπημένους συναδέρφους.
Σε ευχαριστώ πολύ, Αργύρη. Δεν έχω να ρωτήσω κάτι άλλο. Αν θες εσύ να πεις κάτι, feel-free.
Κι εγώ σε ευχαριστώ. Δε θέλω να πω κάτι φοβερό, μόνο ότι αισθάνομαι πάρα πολύ τυχερός που είμαι στην «Ανδρομάχη», για τον τρόπο που δουλεύουμε με τους συγκεκριμένους αυτούς ανθρώπους. Αυτό. Με εκπληρώνει αυτή τη στιγμή και μου αρέσει πάρα πολύ. Έχω πολλές ελπίδες γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί.
Θα έρθουμε να σας δούμε!
*Κεντρική φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος