Το 2005, ήμουν πρωτοετής φοιτητής στην Αθήνα και κάθε απόγευμα είχα μια συνήθεια: να μαζεύομαι σπίτι στις 6 και να βάζω το ραδιόφωνο στους 99,2. Άκουγα, με χαρακτηριστική συνέπεια, τον Οδυσσέα Ιωάννου – μόνος μου ή με παρέα – να επιλέγει τραγούδια και να μιλάει. Όταν έβρισκα λίγο θάρρος, έπαιρνα τηλέφωνο στο σταθμό «Μελωδία» για να κάνω παραγγελιές. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, όσα έγραψε και είπε, όλα τα λόγια του που τραγουδήθηκαν, μπήκαν στο μυαλό, την ψυχή και το στόμα πολλών ανθρώπων. Θα μπορούσα να συζητάω για ώρες μαζί του για την μπάλα μέχρι τον πυρήνα της ύπαρξης. Μέχρι να γίνει όμως αυτό, «συμβιβάστηκα» με τις παρακάτω δέκα ερωτήσεις.

Η παρουσία σου στο ελληνικό τραγούδι ξεπερνάει τα τριάντα χρόνια. Ποια θεωρείς ότι ήταν η κορυφαία σου στιγμή σ’ αυτήν την πορεία;

Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ, ίσως γιατί ποτέ δεν κοιτάω πίσω. Τα θεωρώ όλα πολύ μακρινά ακόμη κι έναν δίσκο μου, που μπορεί να έχει κυκλοφορήσει μόλις έναν μήνα πριν. Αν πρέπει να το ορίσω με ανθρώπους και όχι με στιγμές, είναι η γνωριμία και η πολυετής συνεργασία και σχέση ζωής με τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, τι έχει αλλάξει στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού ως προς τη δημιουργία, το ύφος, τη θεματολογία, αλλά και τη στάση του κοινού;

Πολλά έχουν αλλάξει και είναι πολύ λογικό να συμβαίνει. Καταρχάς, το ελληνικό τραγούδι δεν είναι πια γεγονός. Δεν έχει υποχωρήσει η αγάπη του κόσμου για αυτό, αλλά δεν είναι πια γεγονός, απλά παραγωγή τραγουδιών. Είναι διαφορετικές οι συγκυρίες και είναι λογικό επακόλουθο αυτό. Η θεματολογία δεν έχει αλλάξει -αιώνες είναι η ίδια- αλλά έχει αλλάξει η μορφή, οι μελωδίες δεν είναι πια τόσο ελεύθερες, τόσο κυκλικές, τόσο στέρεες όσο εκείνες των μεγάλων μαστόρων του παρελθόντος. Μου λείπουν οι σπουδαίες μελωδίες, λες και η εποχή αρκείται στην αφήγηση ενός κειμένου με μουσική υπόκρουση, αλλά το τραγούδι δίχως μελωδία χάνει ίσως το βασικότερο όπλο του. Ελπίζω να είναι συγκυριακό, χωρίς να είμαι και σίγουρος.

Έχεις γράψει στίχους σε πάνω από 200 τραγούδια, έχεις εκδώσει πέντε βιβλία, αρθρογραφείς, έχεις υπάρξει ραδιοφωνικός παραγωγός, έχεις δημιουργήσει και συμμετάσχει σε μουσικοθεατρικές παραστάσεις, έχεις συνεργαστεί με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές– και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. Παρόλα αυτά, αυτοπροσδιορίζεσαι ως «γραφιάς». Πώς θα ήθελες να σε θυμάται ο κόσμος;

Δεν έχω κάποια αγωνία να με θυμούνται πέρα από τα παιδιά μου και τους φίλους μου. Τα τραγουδάκια μου αν τραγουδάνε είμαι μια χαρά. Ποτέ δεν ζήτησα κάτι περισσότερο και η υστεροφημία ποτέ δεν με έψησε πως είναι κάτι σημαντικό. Αν αυτά που έγραψα και εκείνα που έκανα κινητοποιήσαν και συγκίνησαν κάποιους ανθρώπους είναι το περισσότερο που θα μπορούσα να επιθυμώ.

Ο κόσμος που σε ακούει και σε διαβάζει, συχνά νιώθει πως εκφράζεις με απλό, περιεκτικό και ταυτόχρονα ξεχωριστό τρόπο όσα σκέφτεται, νιώθει και θα ήθελε να πει. Πώς κατάφερες να αγγίξεις τη σκέψη και την ψυχή τόσων ανθρώπων, ακόμα κι αν δεν τους έχεις αντικρίσει ποτέ;

Μακάρι να το καταφέρνω, δεν θα το κρίνω εγώ. Προσπαθώ -και τα τελευταία χρόνια ακόμη περισσότερο- να εκφράζομαι με τα πλέον απλά υλικά, με τις πλέον τρέχουσες λέξεις. Δεν με αφορά η εξεζητημένη μορφή στον κώδικα της τέχνης μου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που το εξεζητημένο το ανήγαγαν σε υψηλή αισθητική. Θεωρώ το τραγούδι την πιο οικεία μορφή τέχνης και πρέπει έτσι να παραμείνει. Αν και μεγάλωσα αγαπώντας με πάθος και τα τραγούδια που είχαν μία «ενισχυμένη ποιητική» (Ελευθερίου, Αλκαίο, Σαββόπουλο) προσπαθώ να μην μετανιώσω για κάτι που μετάνιωσε ο Μάνος Ελευθερίου, ο οποίος απαντώντας κάποτε σε μία σχετική ερώτησή μου, μού είπε πως μετάνιωσε που δεν έγραψε περισσότερα λαϊκά τραγούδια, περισσότερα τραγούδια για τον κόσμο.

Η πραγματικότητα της εποχής που ζούμε– όπως πιθανότατα συνέβαινε και παλιότερα –μπορεί να μας προσπεράσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς να το αντιληφθούμε. Σε ανησυχεί το ενδεχόμενο αποσύνδεσης από το πνεύμα της εποχής (κι ας μην υιοθετείς την κυρίαρχη γραμμή της) και πως αυτό μπορεί να επηρεάσει τη διαχρονικότητα του έργου σου;

Σου είπα και πριν πως η υστεροφημία και η διαχρονικότητα δεν με αφορούν ιδιαίτερα, γιατί ποτέ μου δεν έγραψα με ανάλογη στρατηγική. Έτσι κι αλλιώς, σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου, τίποτα δεν θα μείνει, όλα θα χαθούν. Στα πόσα χρόνια ορίζει κάποιος την διαχρονικότητα; Στα 50 χρόνια; Στα 150; Στα 227; Οι άνθρωποι πάντα βρίσκουν τρόπο να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Αν η πνευματικότητα δεν είναι ανάγκη τους και δεν θα είναι σε σαράντα χρόνια, δεν είναι κάτι που μπορώ να το αλλάξω, δεν θα ζω κιόλας τότε. Η κάθε γενιά το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί με βάση τις δικές της συγκυρίες και τα φύλλα που της έτυχαν.

Οι εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης έχουν πλέον ενσωματωθεί στην καθημερινότητά μας. Πώς αντιλαμβάνεσαι τη χρήση τους στην καλλιτεχνική δημιουργία;

Το βλέπω πολύ χαλαρά. Λέω στους φίλους μου χαριτολογώντας «παιδιά, απλά αυξήθηκε ο ανταγωνισμός, εκεί που γράφαμε εκατό άνθρωποι τώρα θα γράφουμε διακόσιοι» αν προσθέσουμε τις εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στην δημιουργία στίχων και μουσικής. Δεν νομίζω πως κινδυνεύει η ανθρώπινη, ατελής δημιουργία της τέχνης από μία βάση δεδομένων που απλά θα προσπαθήσει να μιμηθεί. Υπάρχουν λέξεις και τρόποι που ποτέ δεν θα τους επιλέξει η τεχνητή νοημοσύνη. Πάντα θα καρφώνεται πως είναι φτιαχτή.

Ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς είναι η συνεργασία των Νταλάρα Παπακωνσταντίνου στο Vox σε κείμενα δικά σου. Τι έφερε ξανά κοντά αυτές τις φωνές μετά από 34 χρόνια και πώς αισθάνεσαι που μοιράζεσαι τη σκηνή μαζί τους;

Νομίζω πως ήταν ένα αίτημα δεκαετιών να βρεθούν πάλι μαζί. Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά πράγματα εγώ, στην ουσία ήταν έτοιμοι και πεισμένοι από καιρό. Είναι δύο μορφές που ο συνδυασμός τους δημιουργεί απίστευτο ρίγος στον κόσμο, το οποίο το νιώθουμε σε κάθε μας παράσταση. Εγώ είμαι στην σκηνή και τους χαζεύω. Ακόμη και την ώρα που λέω τα κείμενά μου, νιώθω δέος που μοιράζομαι την σκηνή μαζί τους. Δεν τους έχω απομυθοποιήσει καθόλου. Χαίρομαι κάθε βράδυ αυτό το ακριβό δώρο που μου κάνουν.

Διαβάζω ότι μέσα στη χρονιά θα κυκλοφορήσει ένας δίσκος του Σωκράτη Μάλαμα σε δικά σου λόγια και με τη φωνή της Ιουλίας Καραπατάκη. Θα ήθελες να μας αποκαλύψεις κάτι περισσότερο γι’ αυτή τη συνεργασία;

Θα είναι έξι τραγούδια γιατί τόσα μας άρεσαν. Γράψαμε με τον Σωκράτη εννέα, ηχογραφήσαμε τα επτά και τελικά καταλήξαμε σε έξι. Είναι μια προσωπική μου γιορτή κάθε φορά που φτιάχνουμε τραγούδια με τον Σωκράτη. Είναι από τους ανθρώπους που κάνουν αυτό το ταξίδι να αξίζει. Κάποτε ηχογραφούσαμε δίσκους των δώδεκα ή των δεκατεσσάρων τραγουδιών, μόνο και μόνο για να γεμίσει ο χρόνος του δίσκου. Μας άρεσαν πραγματικά τα έξι και ακούγονταν τελικά τα τρία. Θεωρώ ως έξι τραγούδια είναι ένας πλήρης κύκλος τραγουδιών. Τα συγκεκριμένα τραγούδια είναι γραμμένα, στην πλειονότητά τους, αποκλειστικά για την Ιουλία. Εννοώ πως, όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε καινούρια τραγούδια με τον Σωκράτη, δεν ξέραμε ακόμη ποιος θα τα πει. Κάποια ο Σωκράτης ή όλα ο Σωκράτης ή μισά μισά με την Ιουλία. Όταν αποφασίστηκε να τα πει όλα η Ιουλία έγραψα κάποια πιο στοχευμένα τραγούδια που να ταιριάζουν σε αυτή την υπέροχη λαϊκή τραγουδίστρια, που τραγουδάει με κάθε πόρο του σώματός της. Ιδιαίτερα εκφραστική και με ενισχυμένο λαϊκό ένστικτο, απαραίτητο για το λαϊκό τραγούδι κάθε εποχής. Οι ενορχηστρώσεις που ανέλαβε ο Γιάννης Δίσκος με την μπάντα του Μουσικού Κουτιού, είναι μια πρόταση για τον ήχο του λαϊκού τραγουδιού σήμερα.

Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια που έχεις γράψει είναι το «Μισή πίστη» σε μουσική του Σωκράτη Μάλαμα. Ειδικά ο στίχος «θα προσπαθήσω να περάσω από τα χρόνια, όπως περνάει από το δρόμο ένα παιδί» γυρνάει συχνά στο μυαλό μου, όσο μεγαλώνω. Ο χρόνος είναι ανίκητος, δε χωράει αμφιβολία, όμως πιστεύεις ότι υπάρχει τρόπος να έχεις τα λιγότερα «χτυπήματα» πριν χάσεις;

Λένε πως από μία ζωή που θα σου συμβούν πολύ περισσότερα άσχημα από καλά, υπάρχει κάτι πολύ χειρότερο, μια ζωή που δεν θα σου συμβεί τίποτα. Δεν ξέρω αν αποφεύγοντας ένα χτύπημα, αυτό δεν θα αποδυναμώσει με κάποιον τρόπο κάποια όμορφη στιγμή που ακολουθεί. Δεν ξέρω πόσο αρνητικά θα επηρεαστεί η ζωή μου αν αποφύγω κάποια κακή στιγμή, κάποιο τραύμα.

Όταν παιζόταν η μουσικοθεατρική παράσταση «9:05», την οποία συνδημιούργησες, είχες δηλώσει πως μέσα από τη συμμετοχή σου σ’ αυτήν «μαζεύεις φωτογραφίες για τα γεράματα». Τι άλλο έχει μείνει μέσα σου που θέλεις να κάνεις για να συμπληρώσεις το άλμπουμ;

Δεν έχω ιδέα. Πολύ λίγα από όσα έκανα τα είχα σχεδιάσει. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ανέβω σε θεατρική σκηνή και κλείνω δέκα χρόνια πια. Στο άλμπουμ της ζωής μου, πάντως εύχομαι να μην κυριαρχήσουν φωτογραφίες από την επαγγελματική μου ζωή.

    [mc4wp_form id="278"]