Σαμαρίνα, Σμίξη, Φούρκα, Πάδες, Παλαιοσέλλι. Και πάνω από όλα αυτά ο Σμόλικας, το δεύτερο υψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Πρωί Ιουνίου, νεφελώδες τοπίο. Ανάμεσα στις οξιές , ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του.
Δύο από αυτούς, που έψαξαν τα θέμελιά τους στα βουνά και δεν το μετάνιωσαν ποτέ είναι η 29χρονη Νίκη Τζίμα και ο σύντροφός της, Μιχάλης Μπέης. Έχοντας αναλάβει το καταφύγιο του Σμόλικα, φέρνουν εις πέρας δύσκολες αποστολές. Μαθαίνοντας για τους φυσικούς κινδύνους, τα άγρια ζώα (ο λύκος έχει πάντα κατεβασμένη ουρά, η αρκούδα έχει εξαιρετικά ανεπτυγμένη ακοή και όσφρηση και λιγότερο καλή όραση, η κραυγή των αρσενικών ζαρκαδιών είναι δυνατή και μοιάζει με υλακή, ενώ των θηλυκών μοιάζει με βέλασμα), για το χιόνι που λιώνει δύσκολα στις κορφές των βουνών.
«Οι γονείς μου ανέλαβαν το καταφύγιο του Σμόλικα, πριν μερικά χρόνια. Όταν αρρώστησε, κάποια στιγμή, ο μπαμπάς μου, έπρεπε να βοηθήσω κι εγώ. Λίγους μήνες μετά, ο μπαμπάς πέθανε. Τα πράγματα δυσκόλεψαν στο καταφύγιο, κι εγώ ήμουν διστακτική να το αναλάβω, γιατί τα εμπόδια ήταν πολλά. Αρχικά, απαιτούνται πολλές γνώσεις για άπειρα θέματα ώστε να τα βγάλει κανείς πέρα. Αλλά τα καταφέραμε. Τον μισό χρόνο, είμαι στο βουνό, κάνοντας τα πάντα για τους περιπατητές του. Η ζωή μακριά από την πόλη είναι εντελώς διαφορετική».
Η Νίκη Τζίμα πριν πάρει την καθοριστική για τη ζωή της απόφαση να αφιερωθεί στο έργο που είχε αρχίσει ο μπαμπάς της, ήταν εξοικειωμένη με τα χωριά και την ελευθερία τους. Με καταγωγή από την Κόνιτσα, περνούσε εκεί όλα της τα καλοκαίρια. «Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από εκείνα τα χρόνια. Τότε που δεν είχαμε κινητά και οι γονείς μας έλεγαν “όταν χτυπήσει δύο φορές η καμπάνα, να γυρίσετε σπίτι”.»
Η ιστορία από την αρχή
Στα 18 της, η Νίκη πήγε στα Γιάννενα για σπουδές, στο Τμήμα Μηχανικών Επιστήμης Υλικών. Παράλληλα, ήρθε σε επαφή με δραστηριότητες, όπως το rafting κι άλλα συναφή. To 2012, ο μπαμπάς της πήρε το καταφύγιο του Σμόλικα, ένα απλό κτίριο, τότε. Η Νίκη δεν κόλλησε αμέσως με το καταφύγιο. Παρείχε όμως τη βοήθειά της, όποτε χρειαζόταν. Όταν πέρασε κάμποσο, συνεχή καιρό στο βουνό, με την φίλη της Γεωργία, άρχισε να βλέπει αλλιώς τα πράγματα. «Μου φαίνονταν εύκολα όλα, γιατί ήταν παρών ο μπαμπάς».
Ο θάνατος του μπαμπά της ήταν μια στιγμή – ορόσημο. «Στο καταφύγιο, γνώρισα τον Μιχάλη, τον σύντροφό μου, ο οποίος από την πρώτη στιγμή ήταν πολύ ενθουσιασμένος να δουλέψουμε μαζί στο βουνό. Η πρώτη χρονιά ήταν η πιο δύσκολη, δεν ξέραμε τίποτα. Ευτυχώς, ο Μιχάλης ήταν πιο αισιόδοξος. Ήταν σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα μαθαίναμε».
Πέντε χρόνια τώρα, στο ορειβατικό καταφύγιο του Σμόλικα, οι δύο αυτοί άνθρωποι φτιάχνουν τα πάντα. Ο κόσμος, που φτάνει ως εκεί, είναι πολύς. Το μέρος περιλαμβάνει λιτές κατασκευές για να μένουν οι περιπατητές, με την Νίκη και τον Μιχάλη να περνούν εφτά μήνες τον χρόνο, δουλεύοντας ασταμάτητα. «Στην ουσία, ο χρόνος μας στο βουνό είναι πολύ περισσότερος. Το εγχείρημα θέλει διαρκή συντήρηση: συντήρηση των υδραυλικών, κοπή ξύλων, καθαριότητα. Πρέπει να είσαι αυστηρός με το πρόγραμμα για να μη γίνονται λάθη. Όσο για μένα, είναι στο dna μου. Τον μπαμπά μου τον λάτρευα, τα ερεθίσματα που έχω είναι άπειρα. Μου δίνει χαρά το καταφύγιο. Είναι μέρες που ξυπνώ και λέω θα φτιάξω μια βρύση. Εννοείται ότι και καταπονούμαστε. Ο χειμώνας στην Πίνδο έχει πολλά χιόνια, τα χωριά ερημώνουν. Το καταφύγιο το κλείνουμε κάθε Νοέμβριο, γιατί δεν είναι δυνατή η πρόσβαση με αμάξι, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών. Μαζεύουμε τον έξω χώρο, αδειάζουμε τα νερά. Κάποια Σαββατοκύριακα του χειμώνα, ανεβοκατεβαίνουμε με το έλκηθρο, κάνοντας –ανάλογα με το χιόνι- από μιάμιση ώρα έως τρεις ώρες. Επίσης, ασχολούμαστε με λειτουργικά πράγματα, όπως είναι η μελλοντική επέκταση του κτιρίου, η απόκτηση γνώσεων γύρω από θέματα επιβίωσης στο βουνό κτλ».
Την ομορφιά του βουνού τη συμπληρώνει η υπέροχη, άγρια ζωή. Αρκούδες, λύκοι, αγριογούρουνα, ζαρκάδια, αλεπούδες. «Είναι ευτυχία αυτά τα ζώα. Δεν κάνουν κακό. Δεν επιτίθενται. Υπό κάποιες συνθήκες, είναι επικίνδυνη η παρουσία τους, στα χωριά κυρίως».
Μια νέα γυναίκα, που άφησε τη ζωή στην πόλη και δηλώνει χαρούμενη με αυτά που έχει. Που βλέπει το είδωλό της να καθρεφτίζεται στην Δρακόλιμνη του Σμόλικα, χωρίς να της λείπει τίποτα. «Έχουμε τη φωτιά μας, κάνουμε τόσες χειρωνακτικές εργασίες. Φέτος, είναι η πρώτη χρονιά που δε μου έλειψε τίποτα. Ακόμη κι όταν είναι ψάξω κάτι να αγοράσω, πάλι τσεκούρια κοιτάζω».
Κάποιοι πάνε κι έρχονται, κάνουν χιλιόμετρα, κι όλα γύρω τους παραμένουν ίδια, λέει ο Διονύσης Χαριτόπουλος. Κάποιοι άλλοι αγαπούν τη ζωή και είναι απολύτως παρόντες, λέω εγώ.
*Το ορειβατικό καταφύγιο Σμόλικα είναι ένα πέτρινο κτίσμα σε υψόμετρο 1750μ, στους πρόποδες του όρους Σμόλικα, στο χωριό Παλαιοσέλι, όπου ξεκινάει και πεζοπορική διαδρομή για την δρακόλιμνη και την κορυφή του βουνού. Το κτίριο είναι διώροφο, πέτρινο, ασφαλές, σύγχρονο σε παροχές και περιβάλλεται από δάσος κωνοφόρων (πεύκων – ρόμπολων – κέδρων). Υδρεύεται με άριστης ποιότητας νερό της ομώνυμης πηγής “Λα Νάνε” και δύναται να φιλοξενήσει 24 άτομα.