Γιατί αξίζει να γράφουμε, ακόμη κι αν μόνο στα περιθώρια της πολυάσχολης καθημερινότητας μας.
[mc4wp_form id="278"]
Γιατί αξίζει να γράφουμε, ακόμη κι αν μόνο στα περιθώρια της πολυάσχολης καθημερινότητας μας.
Είναι προσωπικό το τι κάνει τον καθένα και καθεμία να ανατριχιάζει. Αναρωτιόμουν, πρόσφατα, όσο παρακολουθούσα το EuroBasket, τι είναι αυτό που με κάνει να υποστηρίζω την εθνική Ελλάδας; Τι είναι αυτό που ενώνει εμένα κι έναν τυχαίο παππού δίπλα μου, σ’ ένα καφενείο του Βύρωνα, να πανηγυρίζουμε έξαλλα ένα κάρφωμα του Γιάννη Αντετοκούμπο; Μήπως εδώ λειτουργεί το εθνικό αφήγημα; Δεν είναι τόσο απλό.
Τα πάντα είναι υδάτινα. Υδάτινη είναι και η μνήμη. Και σε αυτή της την μορφή δεν πονάει, δεν καταδιώκει. Είναι σαν χάδι.
Το καλοκαίρι είναι μια μεγάλη γιορτή, ένα τεράστιο πάρτι γενεθλίων με χιλιάδες κεράκια σε μια ουράνια τούρτα, που όλος ο αέρας του κόσμου δεν φτάνει για να τα σβήσει. Χρειάζεται να μένουν εκεί αναμμένα για να υπάρξει αυτό το φως και το φως αυτό χρειάζεται για να γίνει μια απέραντη λευκότητα και να κρύψει κάθε ασχήμια.
Το σημαντικότερο και αναλοίωτο στοιχείο διαχρονικά παραμένει η αλήθεια. Είναι το στοιχείο, που προσδίδει αυθεντικότητα στα πάντα. Οι υπαρξιακές ανησυχίες των ανθρώπων είναι πάντα οι ίδιες και, όταν αυτές εκφράζονται αυθεντικά, — με οποιαδήποτε μορφή τέχνης, σε οποιοδήποτε χρόνο — περνάνε από χέρι σε χέρι.
Έχοντας μεγάλη αγάπη για την ιστορία, έχω την εντύπωση ότι η κατανόησή της σε βάθος έχει τη δυνατότητα να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Το να μοιράζεσαι, για παράδειγμα, μαρτυρίες ανθρώπων που επέζησαν από σκοτεινές εποχές – όπως το Ολοκαύτωμα ή άλλες γενοκτονίες – μοιάζει με το χτύπημα ενός συναγερμού που φωνάζει: αυτά δεν πρέπει να ξανασυμβούν. Κι όμως εξακολουθούν να συμβαίνουν. Πώς είναι δυνατόν; Μήπως υπάρχουν πάρα πολλοί κακοί άνθρωποι από όσους θα έπρεπε;
Να είμαστε καλά. Να κοιτάζουμε προς το Βουνό της Χωμήριανης. Στη μεγάλη κορυφή. Με περίσσευμα ανάτασης, αντίστασης, επανάστασης.
Τα Πάσχα είναι ωραία, αλλά δεν αρέσουν πολύ σε αυτούς, που αγαπάνε πιο πολύ από όλους κι από όλα τον εαυτό τους. Έτσι λέει η προ-γιαγιά μου και μετά λέει «θεέ μου, συγχώρα με».
Ζω για τη μέρα που θα ανοίξω την πόρτα του γραφείου και θα πω σε όλους και σε όλες: «Το παραμύθι που θα σα πω σήμερα, το ζω από καιρό. Αξίζει να σπαταλήσετε ένα οχτάωρο για να με ακούσετε».
Οι απαντήσεις δεν υπάρχουν πουθενά. Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ό,τι έχει φτιάξει ο άνθρωπος αλλάζει. Ειδικά αν είναι χαλασμένο, δε θα λείψει σε κανέναν.
[mc4wp_form id="278"]