Κάθε μορφή ανισότητας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες σταδιακά φθείρει την ευημερία τους, επηρεάζοντας ποικίλες πτυχές της ζωής τους. Κερδίζουν λιγότερα χρήματα, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα ανεργίας, αφιερώνουν περισσότερο χρόνο σε οικιακές εργασίες και φροντίδα, υποεκπροσωπούνται στην πολιτική και σε ηγετικές θέσεις, ενώ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο κατάλογος των διαρθρωτικών μειονεκτημάτων είναι μακρύς και οι συνέπειές του εκτείνονται βαθιά. Αυτές οι ανισότητες αγγίζουν επίσης την υγεία και την ευημερία των γυναικών, που αποτελούν βασικούς δείκτες ποιότητας ζωής.
Σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, υπάρχει ένα ακόμη χάσμα φύλου με παράδοξα που προβληματίζουν τους ειδικούς. Μια επιστημονική ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Science Advances ανέλυσε με ακρίβεια τα χάσματα στην ευημερία μεταξύ των φύλων — αν υπάρχουν και επιμένουν παρά την κοινωνική πρόοδο — εξετάζοντας ταυτόχρονα ορισμένες αντιφάσεις στον τομέα αυτό.
Οι συγγραφείς διερεύνησαν πώς είναι δυνατόν οι γυναίκες να δηλώνουν υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας ενώ εμφανίζουν χειρότερη ψυχική υγεία, ή γιατί παρά τις κοινωνικές και οικονομικές κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών, τα επίπεδα ευημερίας τους συγκριτικά με τους άνδρες έχουν μειωθεί. Οι ερευνητές αναγνωρίζουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ χωρών, επισημαίνοντας ότι αυτές οι αντιφάσεις δεν ισχύουν παντού. Ωστόσο, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη χάσματος στην ευημερία, το οποίο αποδίδεται σε συνδυασμό βιολογικών παραγόντων, πολιτισμικών επιρροών και διαφορών στον τρόπο μέτρησης της ευημερίας.
Το βασικό συμπέρασμα: Τα διεθνή δεδομένα δείχνουν μείωση της ευημερίας των γυναικών, κυρίως όσον αφορά το συναισθηματικό στρες.
Η υποκειμενική ευημερία και το πρώτο παράδοξο
Η έρευνα επικεντρώθηκε στην υποκειμενική ευημερία — δηλαδή το πώς κάποιος αντιλαμβάνεται και περιγράφει την ποιότητα της ζωής του. «Η μελέτη μας αναλύει τις διαφορές φύλου στην ευημερία. Υπάρχουν δύο ανησυχητικές αντιφάσεις που θέλαμε να ερευνήσουμε: γιατί υπάρχουν, αν επιμένουν σε διαφορετικές χώρες και τι πραγματικά τις προκαλεί», εξηγεί ο Caspar Kaiser, ερευνητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και συγγραφέας της μελέτης.
Όσον αφορά στο πρώτο παράδοξο — τη διαφορά ανάμεσα στη δηλωμένη ευτυχία των γυναικών και τα αποτελέσματα για την ψυχική τους υγεία — οι συγγραφείς εξέτασαν στοιχεία για την ψυχική υγεία και τον πόνο. Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες «συστηματικά» αναφέρουν χειρότερη ψυχική κατάσταση, με υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, εκνευρισμού και άγχους.
«Αυτές οι διαφορές παρατηρούνται παγκοσμίως: Στις περισσότερες περιοχές του κόσμου, οι γυναίκες νιώθουν λιγότερη ασφάλεια τη νύχτα και βιώνουν περισσότερη ανησυχία, λύπη και κατάθλιψη. Τα χάσματα αυτά είναι ιδιαίτερα έντονα στη Λατινική Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη», σημειώνεται στο άρθρο.
Επιπλέον, το χάσμα αυτό στην ψυχική υγεία συνδέεται με σωματικά προβλήματα, κυρίως μεγαλύτερη επιρρέπεια στον χρόνιο πόνο. Οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο να υποφέρουν από διάφορες χρόνιες παθήσεις πόνου σε σύγκριση με τους άνδρες και παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στον πόνο.
Κοινωνικοί ρόλοι, προσδοκίες και βιολογία
Οι επιστήμονες αποδίδουν το χάσμα αυτό στις κοινωνικές νόρμες και στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων: «Συχνά από τις γυναίκες αναμένονται φροντίδα, συναισθηματική εκφραστικότητα και συμμόρφωση, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη ψυχολογική πίεση», σημειώνει η μελέτη. Επιπλέον, βιώνουν περισσότερο στρες λόγω της προσπάθειας να ισορροπήσουν οικιακές κι επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Μια άλλη εξήγηση είναι ότι τα αγόρια ενθαρρύνονται να είναι ανταγωνιστικά και συγκρατημένα συναισθηματικά, ενώ τα κορίτσια διδάσκονται να είναι συμπονετικά και φροντιστικά. Ταυτόχρονα, τα κορίτσια τείνουν να «εσωτερικεύουν» το στρες, οδηγώντας σε αυξημένη τάση για σκέψη-ανακύκλωση (rumination), γνωστό προγνωστικό παράγοντα κατάθλιψης.
«Αυτές οι κοινωνικές νόρμες ενδέχεται να συμβάλλουν στα υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων στις γυναίκες», προσθέτει η μελέτη. Παράλληλα, ενδεχομένως βιολογικοί παράγοντες να παίζουν ρόλο στο χάσμα αυτό: Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορεί να βιώνουν συχνότερα «αρνητικό συναίσθημα» — όπως ενοχή, άγχος ή φόβο — εξαιτίας των μεγάλων διακυμάνσεων στις αναπαραγωγικές ορμόνες στη διάρκεια της ζωής τους.
Η αντίθεση με την ικανοποίηση από τη ζωή
Ωστόσο, αυτό το χάσμα στην ψυχική και σωματική υγεία έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις ικανοποίησης από τη ζωή. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι γυναίκες συστηματικά δηλώνουν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης και ευτυχίας από τους άνδρες — μοτίβο που παρατηρείται σε πολλές περιοχές του κόσμου αλλά όχι πάντα σε όλες τις έρευνες. Μάλιστα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, μετά την πανδημία κορωνοϊού οι γυναίκες δεν δηλώνουν πλέον πιο ικανοποιημένες ή ευτυχισμένες.
Οι ερευνητές αποδίδουν αυτό το πρώτο παράδοξο σε ένα μίγμα βιολογικών, πολιτισμικών αλλά και μεθοδολογικών παραγόντων. Οι ορμονικές διακυμάνσεις επηρεάζουν την αντίληψη της ευημερίας, αλλά επίσης διαφορετικές προσδοκίες για άνδρες-γυναίκες — διαμορφωμένες από κοινωνικές νόρμες ή προσωπικές εμπειρίες — επηρεάζουν τον τρόπο που δηλώνεται η ευημερία στις έρευνες.
Για παράδειγμα, κάποιες μελέτες δείχνουν ότι παρότι έχουν χαμηλότερους μισθούς ή λιγότερες προαγωγές στη δουλειά τους, οι γυναίκες συχνά δηλώνουν μεγαλύτερη εργασιακή ικανοποίηση πιθανότατα λόγω χαμηλότερων αρχικών προσδοκιών. Επίσης θεωρείται ότι άνδρες-γυναίκες ίσως ερμηνεύουν διαφορετικά τις ερωτήσεις των ερευνών για την ευημερία.
Στην ανασκόπησή τους οι επιστήμονες διαπίστωσαν μεγάλη ποικιλία μεταξύ χωρών ως προς αυτό το φαινόμενο. Το φαινομενικό αυτό παράδοξο δεν ισχύει παντού: Ενώ το αρνητικό χάσμα στο συναισθηματικό στρες (σε βάρος των γυναικών) εμφανίζεται παγκοσμίως, η θετική διαφορά στην εκτίμηση ζωής (υπέρ των γυναικών) εντοπίστηκε μόνο στη Μέση Ανατολή, τη Bόρεια Αφρική, την Aμερική, και την Aσία. Υψηλή ικανοποίηση από τη ζωή δεν παρατηρείται στην Ευρώπη, τις πρώην Σοβιετικές χώρες ή την Υποσαχάρια Αφρική.
«Το παράδοξο της γυναικείας ευημερίας είναι υπαρκτό, αλλά όχι καθολικό. Στα ακατέργαστα δεδομένα εμφανίζεται στο 36% των χωρών που καλύπτουν το 32% του παγκόσμιου πληθυσμού», καταλήγει το άρθρο.
Σύμφωνα με τον Kaiser αυτή η ποικιλία δείχνει ότι «οι διαφορές φύλου στην ευημερία δεν εξηγούνται από μία καθολική θεωρία: Η ευημερία καθορίζεται από τον πολιτισμό, τις (άτυπες) κοινωνικές νόρμες αλλά και τις (τυπικές) πολιτικές».
Η πτώση της γυναικείας ευημερίας – Παρά τις προόδους
Το δεύτερο μεγάλο παράδοξο που αποκαλύπτει η βιβλιογραφία αφορά στη μείωση της γυναικείας ευημερίας παρότι έχουν σημειωθεί σημαντικές βελτιώσεις στην ισότητα τα τελευταία χρόνια. Οι συγγραφείς καταγράφουν ξανά ποικιλία μεταξύ χωρών αλλά καταλήγουν πως πράγματι η ευημερία των γυναικών έχει μειωθεί — κυρίως όσον αφορά τον πόνο και το συναισθηματικό στρες.
«Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι εκεί όπου οι γυναίκες πέτυχαν σημαντική οικονομική πρόοδο εξακολουθούν να δηλώνουν πως νιώθουν πιο πιεσμένες συναισθηματικά», λέει ο Kaiser.
Για να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο οι επιστήμονες υποθέτουν ότι οι γυναίκες δεν επωφελούνται εξίσου από την κοινωνικο-οικονομική πρόοδο. Μάλιστα προτείνουν ότι βελτιώσεις σε θέματα υγείας ή εκπαίδευσης ωφελούν περισσότερο την ανδρική παρά τη γυναικεία ευημερία.
«Στις χώρες της Ευρώπης μεγαλύτερη ισότητα στα οικονομικά ή στην πολιτική/εκπαίδευση/υγεία δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλότερη γυναικεία ευημερία συγκριτικά με τους άνδρες», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι αυτό που αποκαλείται «διπλό φορτίο»: Η αλλαγή στους κοινωνικούς ρόλους αύξησε τον φόρτο εργασίας των γυναικών καθώς καλούνται πλέον να ισορροπούν οικογενειακές υποχρεώσεις και απασχόληση στην αγορά εργασίας. «Στην Ευρώπη τα δεδομένα δείχνουν ότι σε χώρες με μεγαλύτερη ισότητα ή προοδευτικές νόρμες οι γυναίκες βιώνουν συχνότερα συγκρούσεις μεταξύ εργασίας-οικογένειας οδηγώντας τελικά σε μειωμένη συνολική θετική διάθεση», εξηγούν οι συγγραφείς.
Άλλη υπόθεση που εξετάζουν είναι η μετατόπιση των προσδοκιών: «Καθώς αυξάνονται οι δυνατότητες για τις γυναίκες θέτουν υψηλότερους στόχους· όταν όμως η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται δημιουργείται περισσότερο στρες κι απογοήτευση», σχολιάζει ο Kaiser.
Ο ερευνητής της Οξφόρδης συνοψίζει πως «μόνη η οικονομική ισότητα (στην εκπαίδευση ή εργασία) δεν εγγυάται καλύτερη ευημερία για τις γυναίκες». «Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δώσουν έμφαση πέρα από τα οικονομικά μεγέθη — να επικεντρωθούν στη ψυχική υγεία κι ενίσχυση της συναισθηματικής ισορροπίας. Παράλληλα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως τα χάσματα αυτά διαφέρουν ανά κουλτούρα· άρα καθολικές λύσεις δύσκολα θα είναι αποτελεσματικές».
Ο Kaiser, τέλος, παραδέχεται ότι παραμένουν ανοιχτά πολλά ερωτήματα γύρω από το χάσμα φύλου στην ευημερία: «Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για το πώς άνδρες-γυναίκες ερμηνεύουν διαφορετικά την έννοια της ευημερίας· αν υπάρχουν προκαταλήψεις στις αυτοαναφορές· πώς οι άτυποι κανόνες κάθε κοινωνίας επηρεάζουν τα χάσματα αυτά· κι αν τελικά οι γυναίκες αξιολογούν αλλιώς την προσωπική τους κατάσταση ανά χώρα».
Η Judit Vall, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης (χωρίς συμμετοχή στη συγκεκριμένη μελέτη), δηλώνει πως δεν εκπλήσσεται από τα αποτελέσματα που δείχνουν πτώση της γυναικείας ευημερίας παρά τις προόδους στην ισότητα. «Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτήν την εξέλιξη· όμως ένας βασικός είναι ότι εντοπίσαμε φυλετικές προκαταλήψεις στην αγορά εργασίας όταν μια γυναίκα αποκτήσει παιδιά. Οι γυναίκες τιμωρούνται περισσότερο επειδή χάνουν εισόδημα ενώ αυξάνεται ο κίνδυνος λήψης αντικαταθλιπτικών μετά το πρώτο παιδί — κάτι που δεν συμβαίνει στους άνδρες», εξηγεί η Vall. «Μπαίνουμε στην αγορά εργασίας με φιλοδοξίες, αλλά συνεχίζουμε να έχουμε κύρια φροντίδα για τα παιδιά κι αυτό μας φορτίζει ακόμα περισσότερο».
Πηγή: EL PAÍS
