Η κετογονική δίαιτα (KETO) έχει προσελκύσει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο για τις μεταβολικές της επιδράσεις, αλλά και για την πιθανή επίδρασή της στην υγεία του δέρματος. Η δίαιτα αυτή, πλούσια σε λιπαρά και εξαιρετικά φτωχή σε υδατάνθρακες, προκαλεί μια μεταβολική κατάσταση που ονομάζεται κέτωση, κατά την οποία ο οργανισμός χρησιμοποιεί τα κετονοσώματα ως κύρια πηγή ενέργειας αντί για τη γλυκόζη. Αν και αρχικά σχεδιάστηκε για τη θεραπεία της ανθεκτικής επιληψίας στα παιδιά, οι εφαρμογές της έχουν πλέον επεκταθεί σε διάφορους τομείς της ιατρικής, συμπεριλαμβανομένων των δερματολογικών παθήσεων. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Frοntiers in nutrition μελέτη με τίτλο: “Effects of the ketogenic diet on skin—potential benefits and risks”.
Η κετογονική δίαιτα φαίνεται να επηρεάζει θετικά παθήσεις όπως η ακμή, η ψωρίαση, η ιδρωταδενίτιδα (hidradenitis suppurativa) και ενδεχομένως ο καρκίνος του δέρματος, κυρίως μέσω αντιφλεγμονωδών και αντιοξειδωτικών μηχανισμών. Ο περιορισμός των υδατανθράκων μειώνει τα επίπεδα ινσουλίνης και IGF-1, δύο παραγόντων που ενισχύουν τη φλεγμονή και την παραγωγή σμήγματος, άρα και την ακμή. Παράλληλα, τα κετονοσώματα –ιδίως το β-υδροξυβουτυρικό– επιδρούν ρυθμιστικά σε μοριακές οδούς που σχετίζονται με το οξειδωτικό στρες και τις φλεγμονές, όπως το σύστημα Nrf2 και το μονοπάτι NF-κB, συμβάλλοντας στην προστασία των κυττάρων από βλάβες και στη μείωση της παραγωγής φλεγμονωδών κυτοκινών.
Στην ψωρίαση, η κετογονική δίαιτα συνδέεται με μείωση του δείκτη σοβαρότητας της νόσου (PASI) και με σημαντική πτώση επιπέδων φλεγμονωδών μορίων, όπως των IL-6, IL-17 και IL-23. Η απώλεια βάρους που προκαλεί η δίαιτα παίζει επίσης καθοριστικό ρόλο, καθώς η παχυσαρκία είναι ισχυρός παράγοντας επιδείνωσης της ψωρίασης. Ανάλογες παρατηρήσεις έγιναν και στην ιδρωταδενίτιδα, όπου η εφαρμογή μιας πολύ χαμηλών θερμίδων κετογονικής δίαιτας οδήγησε σε μείωση της σοβαρότητας των δερματικών βλαβών και των δεικτών οξειδωτικού στρες, πιθανώς μέσω τροποποίησης του μικροβιώματος του εντέρου και της συστηματικής φλεγμονής.
Η επίδραση της κετογονικής δίαιτας στο μικροβίωμα του εντέρου αποτελεί έναν ακόμη κρίσιμο παράγοντα. Η διατροφή αυτή φαίνεται να αυξάνει τον λόγο Bacteroidetes/Firmicutes, γεγονός που συνδέεται με μείωση της φλεγμονής και καλύτερο μεταβολικό έλεγχο. Η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ εντέρου και δέρματος (ο αποκαλούμενος άξονας έντερο–δέρμα) θεωρείται πλέον θεμελιώδης στην αντιμετώπιση χρόνιων φλεγμονωδών δερματοπαθειών. Πρόσφατες αναφορές δείχνουν επίσης, ότι η KD μπορεί επίσης να αποτελέσει ανοσοενισχυτική θεραπεία για το δερματικό μελάνωμα.
Ωστόσο, η κετογονική δίαιτα δεν είναι χωρίς κινδύνους. Η υπερβολική ή παρατεταμένη χρήση της μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές ηλεκτρολυτών, δυσκοιλιότητα, δερματικές εξανθήσεις και αυξημένα επίπεδα λιπιδίων, ενώ σε ορισμένους ασθενείς έχει παρατηρηθεί και προσωρινή επιδείνωση της ποιότητας του δέρματος. Επομένως, η εφαρμογή της πρέπει να γίνεται υπό ιατρική παρακολούθηση, ειδικά σε άτομα με νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία.
Συνολικά, τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι η κετογονική δίαιτα μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη στην υγεία του δέρματος, κυρίως μέσω αντιφλεγμονωδών, αντιοξειδωτικών και μικροβιολογικών μηχανισμών. Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, οι περισσότερες μελέτες είναι μικρής κλίμακας και βραχείας διάρκειας. Απαιτούνται εκτενέστερες κλινικές έρευνες για να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της δίαιτας αυτής σε μακροχρόνια βάση. Μέχρι τότε, η κετογονική διατροφή μπορεί να θεωρηθεί μια ενδιαφέρουσα, αλλά εξειδικευμένη προσέγγιση που πρέπει να εφαρμόζεται προσεκτικά και εξατομικευμένα.
Πηγή: Cibum
