Η τσίχλα αποτελεί καθημερινή συνήθεια για εκατομμύρια ανθρώπους και αναγνωρίζεται ευρέως για τα οφέλη της στη στοματική υγεία, κυρίως όταν περιέχει ξυλιτόλη ή άλλα μη ζυμώσιμα σάκχαρα. Μια πρόσφατη ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο Nutrients δείχνει ότι η χρήση της μπορεί να εκτείνεται πολύ πέρα από τη δροσερή αναπνοή και την πρόληψη της τερηδόνας.
Η μάσηση τσίχλας έχει βαθιές ρίζες, από τις φυσικές ρητίνες που μασούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι και οι Μάγια μέχρι τη σύγχρονη βιομηχανική μορφή του 19ου αιώνα. Σήμερα, θεωρείται μια απλή, φθηνή και καλά ανεκτή πρακτική που προάγει τη σιελόρροια και μιμείται τη λήψη τροφής χωρίς να την περιλαμβάνει, γεγονός που την καθιστά αντικείμενο αυξανόμενου επιστημονικού ενδιαφέροντος. Η μελέτη που ανέλυσε 260 επιστημονικές εργασίες κατέληξε ότι η τσίχλα μπορεί να βελτιώσει τόσο την ευεξία όσο και την απόδοση. Χρησιμοποιείται από αθλητές για να περιορίσουν την κόπωση, να ενισχύσουν την αντοχή τους και να διατηρήσουν υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης. Παράλληλα, έχει αποδειχθεί χρήσιμη στη μείωση του στρες, στη σταθεροποίηση της διάθεσης και στην ενίσχυση της εγρήγορσης.
Η τσίχλα νικοτίνης αποτελεί πλέον καθιερωμένο εργαλείο στη διακοπή του καπνίσματος, ενώ άλλες μελέτες την έχουν συνδέσει με την ανακούφιση της δίψας σε ασθενείς με περιορισμένη πρόσληψη υγρών, με τη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα σε έγκυες γυναίκες με διαβήτη και ακόμη και με την υποστήριξη γνωστικών λειτουργιών σε νευρολογικές παθήσεις.
Εξίσου εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα στη μετεγχειρητική αποκατάσταση. Η μάσηση τσίχλας φαίνεται να επιταχύνει την κινητικότητα του εντέρου, να μειώνει τη ναυτία και τον μετεγχειρητικό πόνο και να περιορίζει τον χρόνο νοσηλείας, ιδιαίτερα μετά από κοιλιακές επεμβάσεις. Η διαδικασία αυτή λειτουργεί ως «ψευδοσίτιση», ενεργοποιώντας πεπτικά αντανακλαστικά και ορμόνες που ευνοούν την ανάρρωση. Παρά τα ενθαρρυντικά στοιχεία, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι περισσότερες μελέτες επικεντρώνονται σε ενήλικες. Τα δεδομένα για παιδιά είναι ελάχιστα και σχεδόν αποκλειστικά σε χειρουργικά πλαίσια, ενώ στους ηλικιωμένους οι έρευνες είναι περιορισμένες και αποσπασματικές.
Πηγή: Cibum
