Στη διαδρομή από τη Ναύπακτο προς το χωριό Πλάτανος, σε κάποιο σημείο, στα δεξιά του δρόμου, στέκει ένα μαρμάρινο μνημείο. Απεικονίζει, με μια τεχνοτροπία που θυμίζει αγιογραφία, μια οικογένεια τοποθετημένη χρονικά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα να βαδίζει, φορτωμένη με όλα της τα υπάρχοντα, συνοδευόμενη από τα οικόσιτα ζώα της.
«Η πορεία προς τα βουνά». Αυτή τη φράση πρόλαβαν να συγκρατήσουν τα μάτια μου ή, καλύτερα, αυτό το νόημα παρήγαγε το υποσυνείδητό μου από τη γρήγορη εναλλαγή των εικόνων. Δε θυμάμαι τι έγραφε, αλλά δεν πρέπει να έπεσα και πολύ έξω. Η μετακίνηση των πληθυσμών από τα πεδινά στα ορεινά στην Ελλάδα, κατά τους θερινούς μήνες, είναι μια ιστορική καταγραφή, όχι και τόσο μακρινή από το σήμερα. Συνέχισα τον δρόμο μου έχοντας στο νου μου την εικόνα αυτών των ανθρώπων να περπατούν μερόνυχτα και θυμήθηκα τη φράση ενός από αυτούς, του παππού μου, που, πριν από κάθε ταξίδι, έλεγε: «ώρα καλή!».
Ώρα μου καλή, λοιπόν. Συνεχίζω, βρίσκομαι στη μέση των διακοπών μου. Κάποιοι από εμάς περνάμε, μέχρι και σήμερα, πάνω στα βήματα εκείνων των ανθρώπων. Όχι πια με τα πόδια, πάνω σε μονοπάτια και δίπλα σε φορτωμένα μουλάρια, αλλά άνετοι μέσα σε ασφαλή αυτοκίνητα, που τρέχουν πάνω στην άσφαλτο και χρησιμοποιούν δορυφορική πλοήγηση. Πηγαίνουμε στα μέρη τους, όχι από ανάγκη, αλλά για αναψυχή. Για ένα post του τύπου «νιώθω ευλογημένος» στην τοποθεσία τάδε, πριν μας ρουφήξει ξανά η αστική ρουτίνα. Κι όμως, μερικές φορές, χαλάμε ό,τι εκείνοι έφτιαξαν με κόπο και μεράκι επιδεικνύοντας ασυγχώρητη ασέβεια προς το περιβάλλον και την ιστορία.

Από ταξιδιώτες γίναμε τουρίστες. Σχεδόν τίποτα δεν έμεινε όρθιο. Με το ζόρι κρατιέται ακόμα και αυτή η παιδική ανάμνηση. Μέχρι και τα αλάνια της νεανικής μας ηλικίας έγιναν μεσήλικες με προβλήματα και αραιό μαλλί σα χνούδι από ροδάκινο. Τα όμορφα κορίτσια που χαζεύαμε έγιναν μανούλες του Facebook «σηκώνοντας» στα social media φωτογραφίες των μωρών τους σχηματίζοντας δίπλα τους, με κάλτσες και σαλιάρες, τον αριθμό που αντιπροσωπεύει κάθε μήνα που συμπληρώνουν στον μάταιο τούτο κόσμο.
Κι όμως, παρά τον όποιο προβληματισμό και την ξενέρα, μ’ αρέσει να ταξιδεύω. Δε θα σταματήσω ποτέ, έστω και μόνος, να πηγαίνω στα αγαπημένα μου μέρη και σε τόπους που δεν έχω ξαναβρεθεί. Να παίρνω το αυτοκίνητό μου και να οδηγώ από τη μία άκρη ως την άλλη. Σε μοντέρνους, υπερσύγχρονους, ιδιωτικούς αυτοκινητόδρομους, στις παλιές εθνικές οδούς με τα εικονίσματα σε κάθε δεύτερη στροφή, στο ορεινό οδικό δίκτυο με τους απότομους γκρεμούς, σε βατούς και δύσβατους δασικούς χωματόδρομους. Στους έρημους δρόμους, που τους έχω περάσει αμέτρητες φορές, το αυτοκίνητό μου γίνεται ένα ποδήλατο, που το οδηγώ χωρίς χέρια. Ο κρύος αέρας γεμίζει τα πνευμόνια μου και η μουσική επιλέγεται από το ίδιο το τοπίο. Στιγμιαία νιώθω σαν τον Leonardo Di Caprio στη σκηνή που φωνάζει δυνατά “I am the king of the world” χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει.
Στις φετινές διακοπές, κράτησα στη μνήμη μου όλες οι διαδρομές που διένυσα εξίσου με τα μέρη που επισκέφτηκα. Πέρα από τις ομορφιές της φύσης, ένιωθα παντού τα ίχνη όσων είχαν περάσει πριν από εμένα. Ανθρώπων που δεν είχαν σε ποια ζωή να γυρίσουν. Παιδιών που δεν πρόλαβαν το πανηγύρι. Οχτάωρων που πλήρωσαν ακριβά τη βενζίνη για να μεταφέρουν τα Πατήσια σ’ ένα παραθαλάσσιο μέρος. Απολυμένων φαντάρων που κανείς δεν περίμενε. Χαμογελαστών γυναικών που κρατούσαν ένα δέμα στάχυα στην αγκαλιά τους. Ποιητών που ήρθαν να δώσουν κουράγιο και ελπίδα σ’ έναν χαμένο κόσμο.
Οι δρόμοι ήταν και θα είναι για πάντα εδώ. Ανοίχτηκαν για να ενώνουν ερήμους, χωριά, βουνά και θάλασσες. Πάνω τους εξακολουθεί να γράφεται η ιστορία. Έχουν μνήμη. Κουβαλούν τις χαρές και τις λύπες, τα γέλια και τα κλάματα, τις πρώτες και τις τελευταίες στιγμές, τις επιστροφές και τους αποχωρισμούς. Αυτό το καλοκαίρι τους πρόσεξα περισσότερο και τους υποσχέθηκα ότι θα συναντιόμαστε πιο συχνά.
Φωτογραφίες: Shutterstock
