Η παράλειψη γευμάτων έχει εξελιχθεί σε κοινή διατροφική συνήθεια, είτε εσκεμμένα μέσω διαλειμματικής νηστείας, είτε τυχαία λόγω έντονων ρυθμών ζωής. Ωστόσο, τι συμβαίνει στο σώμα όταν παραλείπουμε ένα γεύμα; Η επιστημονική κοινότητα εντείνει τις μελέτες, καθώς οι επιπτώσεις δεν είναι τόσο αθώες όσο μπορεί να πιστεύουμε.

Πώς αντιδρά το σώμα βιολογικά

Όταν παραλείπεται ένα γεύμα, τα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης πέφτουν απότομα. Ο οργανισμός ενεργοποιεί την απελευθέρωση γλυκαγόνης από το πάγκρεας για να αυξήσει τα επίπεδα σακχάρου, χρησιμοποιώντας τα αποθέματα γλυκογόνου του ήπατος και, στη συνέχεια, λίπη. Η διαδικασία αυτή καταλήγει στην παραγωγή κετονών, που τροφοδοτούν προσωρινά τον εγκέφαλο. Παράλληλα, η πτώση της λεπτίνης (ορμόνη του κορεσμού) και η αύξηση της κορτιζόλης και της γκρελίνης (ορμόνες πείνας και στρες) προκαλούν έντονη πείνα και επιθυμία για φαγητό.

Οι ψυχολογικές και συμπεριφορικές συνέπειες

Η παράλειψη γευμάτων μπορεί να οδηγήσει σε ευερεθιστότητα, κόπωση, αδυναμία συγκέντρωσης και αυξημένη επιθυμία για θερμιδογόνα τρόφιμα. Εργαστηριακές μελέτες σε ανθρώπους και ζώα έχουν δείξει ότι η πείνα προκαλεί αλλαγές στη συμπεριφορά, όπως αυξημένη επιθετικότητα και παρορμητικότητα, ενώ σε βάθος χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε επεισόδια υπερφαγίας.

Επιπτώσεις στον μεταβολισμό

Η έρευνα δείχνει ότι τα άτομα που καταναλώνουν τακτικά μόνο 1-2 γεύματα την ημέρα εμφανίζουν συχνά χαμηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), εφόσον ακολουθούν δομημένη διατροφή. Αντίθετα, το να παραλείπουμε το πρωινό και να καταναλώνουμε μεγάλο δείπνο οδηγεί σε μεταβολική επιβάρυνση. Η ευαισθησία στην ινσουλίνη είναι υψηλότερη το πρωί και μειώνεται το βράδυ, γεγονός που σημαίνει ότι τα ακανόνιστα γεύματα αργά μέσα στην ημέρα μπορεί να επιδεινώσουν την γλυκαιμική ισορροπία.

Παράλειψη γευμάτων vs. Διαλειμματικής νηστείας

Σε αντίθεση με την τυχαία ή άναρχη παράλειψη γευμάτων, η διαλειμματική νηστεία (intermittent fasting) βασίζεται σε αυστηρό χρονοδιάγραμμα. Είτε εφαρμόζεται ως ημερήσιος χρονικός περιορισμός (π.χ. 16:8) είτε εναλλάξ μέρες (alternate-day fasting), η μέθοδος έχει αποδειχθεί πως μπορεί να μειώσει το σωματικό βάρος, τα τριγλυκερίδια και το σάκχαρο. Ωστόσο, όταν η παράλειψη είναι αδόμητη και συνδέεται με χαμηλή θρεπτική πρόσληψη, ενδέχεται να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμα προβλήματα, όπως ανεπάρκειες σε ασβέστιο, βιταμίνη C και φυλλικό οξύ.

Η ηλικία, το φύλο, η κουλτούρα και ο τρόπος ζωής επηρεάζουν έντονα το πώς αντιδρά ο οργανισμός στην παράλειψη γευμάτων. Οι έφηβοι, για παράδειγμα, τείνουν να τρώνε αργότερα και να παραλείπουν το πρωινό, ενώ οι ηλικιωμένοι συνήθως ακολουθούν πιο σταθερό ωράριο. Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο, αφού τα άτομα χαμηλότερου εισοδήματος έχουν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν ανορθόδοξα γεύματα ή να καταφεύγουν σε φθηνά, πρόχειρα σνακ.

Η παράλειψη γευμάτων μπορεί να φαίνεται αθώα ή ακόμη και χρήσιμη για απώλεια βάρους, όμως οι επιπτώσεις της στην υγεία ποικίλουν και εξαρτώνται από τη συχνότητα, τη διάρκεια, τη δομή και το γενικό διατροφικό μοτίβο. Οι ειδικοί τονίζουν ότι η ισορροπημένη και προγραμματισμένη διατροφή παραμένει το κλειδί για τη διατήρηση της καλής μεταβολικής και ψυχικής υγείας.

Πηγή: Cibum

[mc4wp_form id="278"]