Είναι κάποιοι άνθρωποι που ορίζουν, με κάθε λεπτομέρεια, το πεπρωμένο τους. Διαλέγουν το «πολύ» και το «λίγο», όπως τα παιδιά, επινοούν την πατρίδα τους, δεν συρρικνώνουν το άλμα τους, είναι γενναίοι. Ακριβώς γιατί ζουν, όπως θέλουν. Η συγγραφέας Καλλιόπη Αναστασάκη είναι ακριβώς αυτό. Η ίδια έχει επιλέξει την Τήνο ως τόπο δημιουργίας, έναν τόπο που δεν αφήνει ποτέ αθέατη τη ρίζα, τη μνήμη, την επιμονή. Στο Αιγαίο, γεννιούνται οι ήρωες των βιβλίων της, στη θάλασσά του αφήνονται οι ελπίδες της για έναν κόσμο δίκαιο και ανθρώπινο. Η Καλλιόπη Αναστασάκη έχει πίστη, άρα και έμπνευση άρα και μέλλον.

Πώς αγαπήσατε τη συγγραφή και ποια στιγμή, μέσα στα χρόνια, θεωρήσατε ότι είναι ένας τόπος γόνιμος, αλλά και ιδανικός για την εξέλιξή σας;

Η συγγραφή για μένα ήταν πάντα κάτι σαν καταφύγιο, όσο κοινότoπο κι αν αυτό ακούγεται. Ήταν, επίσης, ο επιλεγμένος μου τρόπος να μιλήσω, όταν οι λέξεις δεν έβγαιναν εύκολα από το στόμα μου, εκεί κοντά στην εφηβεία. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε άρχισα να γράφω. Θυμάμαι, όμως, χαρακτηριστικά τον πατέρα μου να χτυπάει τα πλήκτρα της μικρής, μαύρης γραφομηχανής του και πως από μικρό παιδί ένιωθα πως το χαρτί ήταν ο μόνος τόπος, όπου μπορούσα να είμαι πραγματικά ειλικρινής με τον εαυτό μου και με τους άλλους. Η στιγμή που κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν η συγγραφή για μένα ήρθε σταδιακά, μέσα από τα μικρά μπλε τετραδιάκια που γέμιζα, χωρίς να πολυσκέφτομαι το ό,τι έγραφα.  Εκεί, μάλλον, κατάλαβα ότι βρήκα έναν γόνιμο τόπο και τρόπο για να μεγαλώσω και να εξελιχθώ.

Οι σπουδές μου, που κάλυψαν πολλά στάδια και τεχνικές της συγγραφής μου ήταν η αναζήτησή μου για να γίνω ακόμα καλύτερη. Με ενδυνάμωσαν, μού έδωσαν εργαλεία και αυτοπεποίθηση να εκφραστώ πιο ολοκληρωμένα και με έκαναν να αγαπήσω ακόμα περισσότερο αυτό που κάνω. Μέσα από αυτές τις σπουδές, η συγγραφή έγινε, όχι μόνο τρόπος έκφρασης, αλλά και τρόπος εξέλιξης. Κάτι που συνεχίζω να υποστηρίζω και να υπηρετώ με πάθος.

Έχω ήδη εκδώσει κάποια έργα μου στην «ποιητική συλλογή», από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, στη συλλογή διηγημάτων «Οδός Δημιουργικής Γραφής» από τις εκδόσεις Γραφομηχανή καθώς και στην Ανθολογία διηγημάτων από τις εκδόσεις Οσελότος. Επιπλέον, κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Με Πέδικλα», επίσης, από τις εκδόσεις «Γραφομηχανή». Όλα αυτά τα έργα αποτέλεσαν σημαντικά βήματα στην πορεία μου και με οδήγησαν στο πιο πρόσφατο βιβλίο μου, στις «Διάφανες Κλωστές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τρι.Ενα» και το οποίο εκφράζει το επόμενο βήμα της διαδρομής μου σ’ αυτόν τον χώρο της τέχνης του λόγου.

Πολύ ενδιαφέρουσα η διαδρομή σας. Με ποιες δυναμικές δημιουργείται το κατάλληλο περιβάλλον, πιστεύετε, ώστε ένα παιδί ή ένας έφηβος να νιώθει οικεία τη γραφή για την έκφραση και τη σύνδεσή του με τον κόσμο;

Στην πορεία μου, ως εμψυχώτρια δημιουργικής γραφής και σε παιδιά και εφήβους, αυτό που έχω καταλάβει ότι κάνει τη διαφορά είναι το αίσθημα της ασφάλειας.  Η γραφή είναι μια πράξη έκθεσης είτε αυτή είναι μικρή είτε μεγάλη. Κανείς μας δεν μπορεί να γράψει αληθινά και ευχάριστα εάν νιώθει ότι θα κριθεί ή θα γελοιοποιηθεί. Τουλάχιστον, στα πρώτα στάδια των προσπαθειών του. Ειδικά ένα παιδί, όταν πεισθεί ότι υπάρχει χώρος για τη δική του φωνή,  χωρίς «πρέπει» και την επιβολή του «σωστού» ή «λάθους», κυρίως του «λάθους»,  τότε πραγματικά τολμά και εκφράζεται. Στις ομάδες μου, προσπαθώ πάντα να καλλιεργώ ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, χωρίς επίκριση. Η ενθάρρυνση και η επιβράβευση είναι το πρώτο μου μέλημα. Εννοείται ότι η προσοχή μας δεν εστιάζεται στην ορθογραφία ή τη σύνταξη, αλλά σε αυτό που έχει να πει το παιδί. Σε αυτό που το καίει, που το ενδιαφέρει, σ’ αυτό που πιθανά ονειρεύεται εάν ονειρεύεται, μιας και η φαντασία της σημερινής πλειονότητας των παιδιών μας είναι, θα έλεγα, «μαραμένη». Όταν δώσουμε στο παιδί, στον έφηβο, ακόμα και στον ενήλικο, τη δυνατότητα να γράψει ένα γράμμα που δε θα σταλεί ποτέ και πουθενά, ένα ημερολόγιο που δε θα διαβαστεί από κανέναν, ένα σενάριο που θα γίνει παιχνίδι κι όχι διαγωνιζόμενο υλικό, τότε αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η γραφή είναι μια δική του υπόθεση. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η στιγμή που ένα παιδί ανακαλύπτει ότι μέσα από τις λέξεις μπορεί να καταλάβει τον εαυτό του και να επικοινωνήσει με τον κόσμο γύρω του. Κι αυτό, για μένα, αποτελεί το πιο ουσιαστικό δώρο που η δημιουργική γραφή και οι τεχνικές της, στην εφαρμογή τους, μού χαρίζεται. Ένα παιδί ή ένας έφηβος, ακόμα, όπως σας είπα, και ο ενήλικος μαθητής μου, συνδέεται με τη γραφή, όταν νιώσει ότι του ανήκει. Όταν αναγνωρίσει ότι μπορεί η χρήση της να του δώσει φωνή, να τον βοηθήσει να καταλάβει τον εαυτό του και να συνδεθεί με τους άλλους. Το καθοριστικό δεν είναι η «τεχνική», αλλά η αυθεντικότητα του χώρου και της σχέσης, μέσα στην οποία γράφει.

Συμφωνώ σε όλα. Στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, ποια είναι εκείνη η αφετηρία που εσείς θεωρείτε «κλειδί» για τη συνοχή και την πυροδότηση των μαθητών σας;

Στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, η αφετηρία που θεωρώ καθοριστική για τη συνοχή της ομάδας και την ενεργοποίηση των μαθητών είναι η προσωπική εμπλοκή· η σύνδεση, δηλαδή, της γραφής με ένα αυθεντικό, εσωτερικό ερώτημα ή συναίσθημα. Όταν η γραφή ξεκινά όχι ως «άσκηση», αλλά ως ανάγκη. Ως τρόπος, δηλαδή, να αγγίζει κανείς κάτι που τον αφορά βαθιά, τότε ενεργοποιείται η φαντασία, η ειλικρίνεια και κυρίως η διάθεση για δημιουργία. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από στοχευμένες ερωτήσεις, βιωματικές ασκήσεις, χρήση εικόνων, ήχων ή προσωπικών αναφορών, που φέρνουν τους μαθητές σε επαφή με τις εμπειρίες, τους φόβους, τις επιθυμίες ή τις μνήμες τους. Σε ένα περιβάλλον ασφαλές και αποδοχής, η ανάγκη για αυθεντική έκφραση ενισχύει τη μεταξύ τους σύνδεση και δημιουργεί φυσική συνοχή μέσα στην ομάδα. Όταν οι μαθητές κατανοούν ότι η γραφή είναι τρόπος να καταλάβουν και να ακουστούν, όχι απλώς να «εκτελέσουν», τότε νιώθουν ότι η φωνή τους έχει αξία. Η τεχνική έρχεται ως επόμενο βήμα, με στόχο να υπηρετήσει το περιεχόμενο. Το πρώτο όμως θεμέλιο είναι η εσωτερική ανάγκη: το αδιόρατο, αλλά ισχυρό «θέλω να πω κάτι», που δεν φωνάζει απαραίτητα, αλλά επιμένει να υπάρχει όχι για εντυπωσιασμό, αλλά για να ειπωθεί έτσι απλά. Από αυτό το σημείο γεννιέται κάθε δυνατή και ζωντανή γραφή.

Η γραφή, ειδικά στους εφήβους, δεν ξεκινά από την τεχνική. Ξεκινά από το βίωμα. Από μια ανάμνηση που επιστρέφει απρόσμενα, από έναν φόβο που ζητά όνομα, από μια σιωπή που θέλει φωνή. Και το εργαστήριο γίνεται τότε ένας μικρός, προστατευμένος κόσμος, όπου η φαντασία και η αλήθεια μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να φοβούνται την απόρριψη.

Όταν ο μαθητής νιώσει ότι δεν χρειάζεται να «γράψει σωστά», αλλά να γράψει αληθινά, συμβαίνει κάτι σχεδόν μαγικό: η ομάδα ενοποιείται, οι ιστορίες επικοινωνούν υπόγεια μεταξύ τους, και η γραφή μετατρέπεται από εργαλείο, σε γέφυρα. Μεταξύ του εαυτού και των άλλων. Μεταξύ αυτού που ζούμε κι αυτού που κατανοούμε. Αυτή είναι για μένα η πιο γόνιμη αρχή: η στιγμή που ο μαθητής καταλαβαίνει πως δεν γράφει «για το μάθημα», αλλά για να υπάρξει πιο καθαρά μέσα στον κόσμο.

«Για να υπάρξει πιο καθαρά μέσα στον κόσμο». Και πώς φωτίζεται όλος ο κόσμος, όταν κάτι τέτοιο το συνειδητοποιούν μικρά παιδιά! Ζείτε στην Τήνο, κερδίζοντας τόσα πολλά όσον αφορά στην ποιότητα, την απλότητα, την εγγύτητα. Πώς επιδρά ο συγκεκριμένος τόπος στην καθημερινή σας έμπνευση;

Επέλεξα να ζω στο νησί μου και πραγματικά δεν βιώνω απλώς έναν τόπο, αλλά έναν ρυθμό. Κάτι ανάμεσα στην ακινησία και στη διαρκή, αθόρυβη κίνηση της φύσης και των συνανθρώπων μου. Η καθημερινότητα εδώ δεν απαιτεί επιτήδευση. Είναι απλή, καθαρή κι άμεση κι αυτή η ποιότητα λειτουργεί μέσα μου σαν καθρέφτης. Με επαναφέρει στο ουσιώδες. Η εγγύτητα με τον χώρο, τον χρόνο και το «είναι μου» είναι ίσως το πολυτιμότερο δώρο. Οι αποστάσεις είναι μικρές και οι σιωπές μεγάλες. Αυτό δημιουργεί χώρο για εσωτερική κίνηση. Πολλές φορές δεν γράφω «για την Τήνο», αλλά από την Τήνο. Σαν το ίδιο το νησί να γίνεται φίλτρο και ρυθμιστής της ανάσας μου. Ο τρόπος να βλέπω αλλιώς τον κόσμο. Εδώ, οι λέξεις δεν χρειάζονται υπερβολές. Κρατούν το αλάτι του αέρα, τη σκιά μιας ξερολιθιάς, το άγγιγμα της πέτρας. Γράφοντας στον τόπο αυτόν, νιώθω ότι κατεβαίνω πιο ήσυχα και πιο βαθιά μέσα μου και από εκεί ότι μπορώ να επιστρέφω ως κάτι πιο αληθινό. Η συγγραφή εδώ με τραβά βίαια σχεδόν, ενώ με οδηγεί ήρεμα στο παραπέρα. Οι λέξεις έρχονται, όπως το νερό στο ξεροπήγαδο. Αργά, σταθερά, μα όταν έρθουν ξέρω καλά ότι είναι αληθινές και δικές μου. Η Τήνος με διδάσκει να γράφω, όπως η ίδια ζει ή μάλλον, να το πω καλύτερα, όπως η ίδια ζούσε μέχρι χθες. Με βάθος, με σιωπή που δεν είναι άδεια, αλλά γεμάτη στον χώρο για σκέψη, παρατήρηση, μεταμόρφωση, με ειλικρίνεια, με αποδοχή, με σεμνότητα, με ανθρωπιά. Σήμερα, τα πράγματα έχουν ελαφρώς αλλάξει, αλλά οι ρομαντικοί ή καλύτερα οι γνήσιοι Τηνιακοί θα επιμείνουμε στο αληθινό στοιχείο, που χαρακτηρίζει αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο.  

Η Τήνος μοιάζει ανεξάρτητη. Σαν να τραβάει ανθρώπους που δεν γυρνούν την πλάτη στις πολιτιστικές πρωτοβουλίες. Ποια η δική σας γνώμη;

Η Τήνος μοιάζει με τόπο που ζει στον δικό του ρυθμό. Έχει μια μοναδική αίσθηση ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα βαθιές ρίζες στην παράδοσή της και στον πολιτισμό της. Σαν να έχει αυτό το νησί μέσα του μια αόρατη δύναμη, που τραβά εκείνους τους ανθρώπους που αγαπούν αυτό το «άλλο». Εκείνους που αρνούνται να απαρνηθούν τον πολιτισμό τους, να αφήσουν τις ρίζες τους στο περιθώριο. Αντίθετα που επιλέγουν να τις ποτίζουν και να τις ταΐζουν, μεταφορικά το εννοώ, ως κομμάτι της καθημερινότητάς τους.

Είναι σαν ένας μαγνήτης αυτό το νησί, που τραβά ανθρώπους που επιθυμούν να συνδεθούν και να συνδέσουν ουσιαστικά το παρελθόν με το παρόν, που δεν γυρίζουν την πλάτη στις πολιτιστικές πρωτοβουλίες, κι όταν αυτές δεν υπάρχουν πασχίζουν να τις γεννήσουν, κι όταν αυτές γεννηθούν τις αγκαλιάζουν και τις κάνουν δικές τους.

Αυτή η ανοιχτότητα και το πάθος για το πολιτιστικό γίγνεσθαι δημιουργεί μια ζωντανή κοινότητα με τη δημιουργικότητα και τη συλλογικότητα να ανθίζουν. Η Τήνος δεν είναι απλώς ένα νησί. Είναι μια πηγή έμπνευσης για όσους θέλουν να συνδυάσουν το προσωπικό τους ταξίδι με την κοινή πολιτιστική προσπάθεια. Και ίσως γι’ αυτό να μένουν σε αυτό το νησί και να επιστρέφουν επίσης κοντά του, όσοι αναζητούν κάτι πιο ουσιαστικό. Δεν είναι πολλοί, είναι όμως κάθε φορά περισσότεροι, και αυτό είναι το εξαιρετικά ενδιαφέρον και ελπιδοφόρο. Έχω δει γύρω μου ανθρώπους που παρόλο που έρχονται από διαφορετικούς δρόμους βρίσκουν εδώ ένα σπίτι για τις ιδέες και τα όνειρά τους. Αυτό το πάθος για τη δημιουργία και την παράδοση νιώθω ότι δίνει στην Τήνο μια ζεστασιά που εμπνέει και σε κάνει να θέλεις να συμμετέχεις, όχι απλώς να είσαι θεατής, αλλά ενεργό κομμάτι της ζωής αυτού του τόπου.

Δεν ξεχνάω ποτέ το φως του απογεύματος σε αυτό το νησί, την απλότητα, που σου δείχνει να επιλέξεις ως μονόδρομο. Το τελευταίο σας βιβλίο «Διάφανες κλωστές» είναι μια συλλογή διηγημάτων, που ακροβατεί ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν , στο τραύμα και τη συμφιλίωση, στον ρεαλισμό και την ποίηση της καθημερινότητας. Θα ήθελα να μάθω λεπτομέρειες γύρω από το τι προηγήθηκε προκειμένου να προκύψουν αυτές οι ιστορίες.

Το τελευταίο μου βιβλίο, οι «Διάφανες Κλωστές», είναι μια συλλογή διηγημάτων που ισορροπεί πράγματι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στο τραύμα και τη συμφιλίωση, στον ρεαλισμό και την ποίηση της καθημερινότητας. Κάθε ιστορία γεννήθηκε μέσα από τη βαθιά ανάγκη μου να μιλήσω για τη δύναμη της αγάπης. Όχι μόνο την τρυφερή και προστατευτική αγάπη που όλοι μας υμνούμε, αλλά και τις μορφές της εκείνες που μας τρομάζουν ή ακόμα και μας φοβίζουν, μας καταστρέφουν ενίοτε ή εγκλωβίζουν αθέλητα αλλά απροκάλυπτα. Προηγήθηκε στη σκέψη μου η επιθυμία να φωτίσω αυτές τις διαφορετικές όψεις της αγάπης, μέσα από βιωματικά στοιχεία που φιλτράρονται αναμφίβολα από τη μυθοπλασία της γραφής μου. Οι ιστορίες μου δεν είναι απλώς αφήγηση γεγονότων, αλλά μια προσπάθεια να πιαστούν οι «διάφανες κλωστές» που συνδέουν τις ανθρώπινες εμπειρίες, τις ανθρώπινες ζωές. Εκείνα τα λεπτά νήματα που συχνά είναι αόρατα, αλλά καθορίζουν τα βήματά μας.

Η συγγραφή αυτής της συλλογής ήταν για μένα μια πορεία εξερεύνησης, μια αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στον πόνο και την ελπίδα, μια πρόσκληση να αντικρίσουμε την αγάπη σε όλες τις μορφές της, χωρίς να την εξιδανικεύουμε ή να την αφορίζουμε, κάτι που συχνά πράττουμε, ακόμα και με λόγια σιωπής. Προτού γραφούν αυτές οι ιστορίες, πέρασα δηλαδή μια περίοδο έντονης σκέψης και στοχασμού. Ήθελα να καταλάβω πώς η αγάπη μπορεί να είναι ταυτόχρονα καταφύγιο και φυλακή, να φωτίζει και να σκοτεινιάζει. Οι χαρακτήρες μου γεννήθηκαν μέσα από αυτή την ανάγκη, από βιώματα δικά μου, αλλά και ανθρώπων που έχω γνωρίσει. Και μέσα από τη μυθοπλασία έγιναν πιο καθολικές ιστορίες που μιλούν θεωρώ για όλους μας.

Με αυτές τις σκέψεις, ξεκίνησα αυτό το ταξίδι μέσα στον εαυτό μου, που μου επέτρεψε να δω την αγάπη με όλες τις αντιφάσεις της, χωρίς να τη φοβάμαι,ς αλλά και να την ωραιοποιώ. Η μία ιστορία διαδέχτηκε την άλλη στον χρόνο και σε αυτήν ακριβώς τη σιωπή της αλήθειας μου.

Γι αυτό ακριβώς οι «Διάφανες Κλωστές» είναι για μένα κάτι πολύ πιο βαθύ από μια απλή συλλογή διηγημάτων και ο τίτλος αυτός είναι ακριβώς αυτό που ένιωσα πιο έντονα γράφοντας: Είναι αυτές οι αόρατες συνδέσεις που κρατούν μαζί τις ζωές μας, οι λεπτές γραμμές που δεν φαίνονται πάντα, αλλά που νιώθουμε βαθιά. Κλωστές που πλέκουν το παρελθόν με το παρόν, το τραύμα με τη συμφιλίωση, τον πόνο με την ελπίδα.

Ελπίζω αυτές οι ιστορίες να αγγίξουν τον καθένα με τον δικό του τρόπο — να τον κάνουν να νιώσει πως δεν είναι μόνος στις περίπλοκες και συχνά αόρατες «διάφανες κλωστές», που συνδέουν τις ζωές μας.

Πώς νιώθετε κάθε φορά που φεύγει από τα χέρια σας ένα δημιούργημά σας;

Κάθε φορά που ένα δημιούργημά μου φεύγει από εμένα και ταξιδεύει προς τον αναγνώστη, νιώθω ένα μείγμα ελευθερίας και τρυφερότητας. Είναι σαν να αφήνω ένα κομμάτι από την ψυχή μου να βγει έξω στον κόσμο, χωρίς να ξέρω ακριβώς πώς θα το υποδεχτεί «ο άλλος». Υπάρχει πάντα μια μικρή αγωνία εάν θα βρει η ιστορία μου τον δρόμο της. Θα συναντήσει την κατανόηση, την αποδοχή ή πιθανά και την απόρριψη; Θα έλεγα όμως ότι κυριαρχεί μια βαθιά χαρά που υπερκαλύπτει ό,τι άλλο: η χαρά ότι αυτά τα λόγια, που γεννήθηκαν μέσα μου μπορούν να ζήσουν και να αναπνεύσουν πλέον έξω από μένα. Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης και ταυτόχρονα απελευθέρωσης. Ένα δώρο που ήδη έχω κάνει στον εαυτό μου και το αφήνω απλόχερο στον διπλανό μου. Έτσι κάθε φορά που ένα κείμενό μου παίρνει τον δρόμο προς τους αναγνώστες, νιώθω κάτι πολύ βαθύ και ανθρώπινο. Είναι σαν να ξεκλειδώνω ένα μέρος από μέσα μου. Μια γωνιά που μόνο εγώ γνώριζα και το βγάζω έξω για να το μοιραστώ, να το αγγίξει και κάποιος άλλος. Ταυτόχρονα, υπάρχει και ο φόβος της έκθεσης. Φοβάμαι μήπως δεν γίνουν κατανοητά αυτά που ήθελα να πω, μήπως τα συναισθήματα που ένιωσα εγώ δεν φτάσουν ως τον άλλο. Είναι μια στιγμή αδυναμίας και θάρρους μαζί, γιατί η συγγραφή δεν είναι μόνο δημιουργία. Είναι και μια πρόσκληση στον άλλον να μπει στον δικό σου κόσμο, με όλα του τα φώτα και τις σκιές. Όμως, πάνω απ’ όλα, νιώθω ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη που αυτά τα λόγια, που ήταν κάποτε μόνο δικά μου, τώρα μπορούν να γίνουν δικά μας. Είναι μια γέφυρα ανάμεσα σε ανθρώπους που ίσως ποτέ δεν θα συναντηθούν, αλλά που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες, τις ίδιες χαρές, τους ίδιους φόβους. Και αυτό είναι το πιο όμορφο δώρο που μπορεί να σου δώσει η γραφή. Η αίσθηση πως δεν είσαι μόνος.

Ποιοι συγγραφείς είναι οι αγαπημένοι σας;  Αν συναντούσατε κάποιον από αυτούς, τι θα μοιραζόσασταν μαζί του;

Ο Καζαντζάκης ήταν το σημείο αναφοράς, που άνοιξε την πόρτα της λογοτεχνίας για μένα από τα πρώτα μου εφηβικά χρόνια. Ο πατέρας μου και τα κόκκινα εκείνα δερματοδεμένα βιβλία στο ράφι του μεγάλου δωματίου. Από εκεί, ξεκίνησε ένα ταξίδι μέσα στη μαγεία των λέξεων και των ιδεών. Ένα ταξίδι που με οδήγησε να αγαπήσω, όχι μόνο την ελληνική λογοτεχνία της γενιάς του ’30, αλλά και τους μεγάλους της παγκόσμιας σκηνής. Στον κόσμο μου, ζουν πλάι-πλάι ο Σαίξπηρ με τον Ντε Μωνπασάν, ο Κάφκα με τον Ντίκενς, ο Φλωμπέρ με τον Έλιοτ και πιο κει τον Καμύ και τον Τζόυς, τον Μάρκες και τον Έκο. Κι από τους υπέροχους δικούς μας δημιουργούς, τον Βασιλικό και τον Αλεξάκη, τον Σουρούνη και τη Καρυστιάνη, τη Ζατέλη και τον Ελύτη, τον Ιωάννου και τον Μάτεση, τον Μουρσελά και τον Ταχτσή και άλλοι κι άλλοι, πόσους αδικώ με τη μη αναφορά μου, που με συγκίνησαν βαθιά με τη μοναδική τους φωνή και το πάθος τους για τη ζωή. Με τη διαφορετικότητά τους.

Αν συναντούσα κάποιον από αυτούς τους σπουδαίους, θα ήθελα να του πω για το προσωπικό του άγγισμα, για το πόσο, μέσα από τα έργα του, έχω μάθει να κοιτάζω τον κόσμο με πιο ανοιχτά μάτια και με πιο ευαίσθητη καρδιά. Θα ήθελα να μοιραστώ τις δικές μου μικρές μάχες και χαρές, τις αμφιβολίες και τις ελπίδες που η γραφή του, με βοήθησε να φωτίσω. Και ίσως, πάνω απ’ όλα, να τον ευχαριστούσα. Γιατί μέσα από τα λόγια του, βρήκα τη δική μου φωνή και τη δύναμη να την αφήσω να ακουστεί.

Στην εποχή της ταχύτητας και της εικόνας μπορεί η λογοτεχνία να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική κρίση;

Στην εποχή που όλα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όπου η εικόνα κατακλύζει και στην αλήθεια συχνά φυλακίζει το βλέμμα, όπου η πληροφορία μάς κυνηγά, η λογοτεχνία αναδύεται ως ένας φάρος, ως μια γαλήνια φλόγα που φωτίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κι αυτό είναι αλήθεια. Μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, μετά από μια δύσκολη μέρα, μπορείς να βρεις χώρο να αναπνεύσεις, να σταματήσεις το τρέξιμο, να ξεκουραστείς, να ταξιδέψεις, να ζήσεις τις ζωές των χάρτινων ηρώων, ναι, αλλά και να ονειρευτείς ξανά μαζί τους. Θυμάμαι στιγμές που μια μικρή ιστορία με έκανε να δω τα πράγματα αλλιώς. Όπως, όταν διάβασα για έναν ήρωα, που, μέσα αντίξοες συνθήκες, γνωστές, καθημερινές, της διπλανής μας πόρτας γεγονότα, με προβλήματα, απογοητεύσεις, μικρές νίκες ή ατυχίες, ανακάλυπτε τη δύναμη της ελπίδας. Αυτές οι λέξεις έγιναν, για μένα, μια γέφυρα, ένα καταφύγιο που με βοήθησε να αντιμετωπίσω τις δικές μου αμφιβολίες. Λατρεύω τα παραμύθια άλλωστε, έχω ακούσει και διαβάσει μεγαλώνοντας πολλά. Και τι νομίζετε ότι είναι τα διηγήματα, τα μυθιστορήματα. Παραμύθια για μεγάλους με τη μόνη διαφορά ότι δεν έχουν πάντα ένα καλό τέλος, όπως τα παραμύθια. Σε μια κοινωνία, λοιπόν, όπου η επιφάνεια και το στιγμιαίο κυριαρχούν, η λογοτεχνία μάς καλεί να επανεφεύρουμε την ενσυναίσθηση, να καταλάβουμε τον πόνο και τη χαρά του άλλου, μέσα από ιστορίες που μιλούν για τον άνθρωπο με όλη του την πολυπλοκότητα. Για παράδειγμα, ένα διήγημα που αφηγείται τη ζωή ενός πρόσφυγα μπορεί να μας ανοίξει τα μάτια στην πραγματικότητα πίσω από τα νούμερα και τις ειδήσεις, φέρνοντάς μας πιο κοντά στην ανθρώπινη πλευρά μιας κρίσης. Η λογοτεχνία γίνεται έτσι το αντίδοτο στην επιφάνεια και την αποξένωση. Μας θυμίζει πως, παρά το χάος και τις δυσκολίες, η καρδιά μας μπορεί να βρει παρηγοριά, έμπνευση και συντροφιά. Ένα αληθινό καταφύγιο μέσα στον θόρυβο της σύγχρονης ζωής.

Πώς διαχειρίζεται ένας συγγραφέας το φορτίο γεγονότων, όπως η γενοκτονία στη Γάζα. Μπορεί η λογοτεχνία να φέρει ελπίδα και δικαιοσύνη;

Ένας συγγραφέας, όταν αντικρίζει και το εννοώ μεταφορικά, τραγικά γεγονότα, όπως η γενοκτονία στη Γάζα, αν μη τι άλλο, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, θα όφειλε, φυσικά νιώθει πρώτα απ’ όλα το βάρος της ευθύνης, που του αναλογεί. Όχι μόνο γιατί ίσως να οφείλει να βοηθήσει στην καταγραφή της αλήθειας, αλλά και γιατί ίσως πρέπει να γίνει η φωνή για εκείνους, που δεν μπορούν να μιλήσουν. Είναι μια θέση δύσκολη και μοναχική, μιας και η οδύνη που φέρνει αυτή η μαρτυρία συχνά γίνεται προσωπική, σαν να ζει ο ίδιος μέσα στο ίδιο το δράμα. Η λογοτεχνία είναι ένα εργαλείο αντίστασης και ταυτόχρονα, όπως προείπαμε, καταφύγιο. Μέσα από τη γραφή προσωπικά προσπαθώ να προσεγγίζω την ουσία του πόνου, να δείχνω την ανθρώπινη πλευρά πίσω από τα γεγονότα που μοιάζουν μακριά και ακατανόητα. Έτσι, η λογοτεχνία μπορεί να γίνει μια γέφυρα ανάμεσα στον αναγνώστη και στον «άλλον», εκείνον που υποφέρει, εκείνον που μάχεται για τη δικαιοσύνη.

Ναι, η λογοτεχνία δεν αλλάζει άμεσα τις πολιτικές ή τις συγκρούσεις, αλλά μπορεί να ανάψει τη φλόγα της ελπίδας μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Να μας θυμίσει ότι πίσω από κάθε τίτλο ειδήσεων, υπάρχουν ζωές που αξίζουν σεβασμό και δικαιοσύνη. Αυτή η φλόγα, όσο μικρή και αν φαίνεται, έχει τη δύναμη να κινητοποιήσει συνειδήσεις και να προκαλέσει αλλαγές  γιατί η αλλαγή ξεκινά πάντα από μέσα μας. Ο συγγραφέας, λοιπόν, γίνεται κοινωνικός διαμεσολαβητής, ένας άνθρωπος που φέρνει κοντά τις φωνές, που μεταφέρει ιστορίες πόνου και ελπίδας, και που δεν σταματά να πιστεύει στη δύναμη της λέξης να χτίζει έναν καλύτερο κόσμο.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια είτε λογοτεχνικά είτε πολιτιστικά;

Τα μελλοντικά μου σχέδια νιώθω πως είναι η φυσική συνέχεια μιας πορείας, που ήδη αγαπώ βαθιά κι έχω την τύχη να υπηρετώ. Η γραφή είναι για μένα κάτι σαν ανάσα. Μια ανάγκη, που με συνοδεύει καθημερινά και που βρίσκει χώρο και χρόνο ανάπτυξης στον τόπο που ζω. Αυτή την περίοδο δουλεύω πάνω σε ένα νέο κείμενο, που με γεμίζει χαρά και προσδοκία, και μου δίνει την αίσθηση ότι, κάθε μέρα, ανοίγεται ένας καινούριος κόσμος ολοδικός μου, μέσα μου.

Παράλληλα, η ενασχόλησή μου με τη δημιουργική γραφή και η εμπλοκή μου ως εμψυχώτρια ομάδων δημιουργικής γραφής είναι ένα όμορφο μοίρασμα όλης αυτής της λογοτεχνικής μου διαδρομής. Από την πλευρά της δασκάλας, αλλά και της δημιουργού. Είναι μια διαδικασία, που μου δίνει δύναμη και μου ανανεώνει την έμπνευση, καθώς βλέπω πώς οι λέξεις παίρνουν ζωή μέσα από τους άλλους, πώς γεννιούνται νέες φωνές και ιστορίες. Νιώθω πως η τέχνη και η λογοτεχνία αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία, όταν γίνονται κοινό ταξίδι. Θέλω να συνεχίσω να συμμετέχω στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου μου και όχι μόνο, να μοιράζομαι, να ακούω, να συνδέομαι με άλλους δημιουργούς και αναγνώστες. Αυτή η συλλογικότητα, αυτό το αίσθημα κοινότητας, μου δίνει δύναμη και έμπνευση να συνεχίσω. Έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι σε μια όμορφη φάση, γεμάτη ζεστασιά και δημιουργική ενέργεια, και ανυπομονώ να δω πού θα με οδηγήσει αυτό το ταξίδι.

Σας εύχομαι πάντα τέτοια και σας ευχαριστώ πολύ!

Κι εγώ!

[mc4wp_form id="278"]