Μιλώντας με τον Αλέξανδρο Κτιστάκη, είμαι σίγουρη ότι έχω να κάνω με έναν άνθρωπο, που δεν ξεμακραίνει από την απλότητα, τη σύνδεση και το νιώσιμο, με έναν άνθρωπο που κατάλαβε από παιδί ότι το άνοιγμα νέων συνόρων είναι μέσα στις πιθανότητες –αρκεί να μην χάνεις, ούτε λεπτό, το σθένος. Το τέλος του 2024 τον βρίσκει ιδιαίτερα δημιουργικό. Με ποιητικούς τρόπους και πυκνό συναίσθημα. Αυτός είναι, άλλωστε, ο απελευθερωτικός δρόμος. Ένας δρόμος «που χρωστά πολύ μέλλον».

Μου άρεσε πολύ αυτό που διάβασα, ότι δηλαδή τη μουσική την αγάπησες από τις μπάντες, που έπαιζαν στο θέατρο σκιών. Πώς θα περιέγραφες σήμερα αυτή την έλξη;

Αρχικά, σε ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Οι παραστάσεις του θεάτρου σκιών ανήκουν στις πιο παλιές μου αναμνήσεις. Όμως, επειδή πήγαινα και παρακολουθούσα για αρκετά χρόνια Καραγκιόζη, έχω κάποιες αναμνήσεις. Θυμάμαι έντονα τις λάμπες. Αυτές πίσω απ’ τον μπερντέ. Ίσως να είχε, κάποιες φορές, και η ορχήστρα, ίσως όμως να κάνω τη σύνδεση με τις λαϊκές ορχήστρες, που συνάντησα αργότερα. Θυμάμαι, επίσης, τα καροτσάκια με τους ανθρώπους, που πουλούσαν καλαμπόκι, γλειφιτζούρια, μαλλί της γριάς και ξηρούς καρπούς. Μια βασική αίσθηση, που έχω, είναι ο ενθουσιασμός και η έκπληξη που ένιωθα μέσα από τις ιστορίες, τις φωνές των χαρακτήρων και φυσικά μέσα από τις ορχήστρες. Σήμερα, γυρνώντας πίσω, με όση από την πραγματική εικόνα έχει διατηρηθεί στη μνήμη μου, θα έλεγα πως ήταν ένα μαγικός κόσμος. Κυρίως, κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά και συνολικά το κλίμα. Υπήρχε γύρω ένα κλίμα ευφορίας. Χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, λόγω της ηλικίας και της αθωότητας, ήταν οι πρώτες μεταπηδήσεις από τον πραγματικό σε έναν φανταστικό κόσμο. Όπως γίνεται σήμερα με τη μουσική και με τις άλλες μορφές τέχνης.

Ήσουν παιδί και είχες ήδη συστήσει τον κόσμο σου. Πώς επικοινώνησες τη σαφέστατη επιθυμία σου να ασχοληθείς με ό,τι σ’ αρέσει; Σήμερα, αυτονόητο. Τότε, έτσι κι έτσι.

Δύο πράγματα θυμάμαι. Την ανάγκη ως παιδί να αγοράζω φιγούρες του Καραγκιόζη και των υπόλοιπων ηρώων, -κάτι που δεν μου στερήθηκε-. Και αργότερα, την ανάγκη μου να αποκτήσω μια κιθάρα. Εκεί δεν πήρα το «ναι» από την αρχή, καθώς υπήρχαν αμφιβολίες από τους γονείς μου. Όχι σχετικά με το αν θα ασχοληθώ με τη μουσική, άλλωστε, πολλά χρόνια αργότερα, αποφάσισα πως θέλω να ασχοληθώ πιο ενεργά με τη μουσική. Οι αμφιβολίες είχαν να κάνουν με τα ωδεία. Η αδερφή μου μάθαινε πιάνο. Στην πορεία, το άφησε γιατί ο τρόπος, που προσέγγιζαν στο ωδείο τη μουσική, ήταν κάπως ψυχρός και σκεφτόντουσαν πως δε θα είχε νόημα μάλλον να μπουν ξανά σε έξοδα και σε παρόμοια διαδικασία. Τελικά, σε κάποια γιορτή, στα 12 μου, μού έφερε μία μικρή κιθάρα ο νονός μου και κάπως έτσι ξεκίνησα να ασχολούμαι.

blank

Αν ήταν να ξεχωρίσεις στιγμές από τα πρώτα χρόνια της προσπάθειας, του ψαξίματος, της περιέργειας, πού θα στεκόσουν;

Τα πρώτα χρόνια, δεν μπορώ να πω πως έψαχνα να βρω κάτι συγκεκριμένο. Μου άρεσε να ακούω διάφορα. Από μέταλ μέχρι λαϊκά τραγούδια. Στο γυμνάσιο, άκουγα το ίδιο φανατικά «Τρύπες» και Στράτο Διονυσίου. Ένα κομβικό σημείο είναι, όταν άκουσα το «Τσιγάρο ατέλειωτο» του Σωκράτη Μάλαμα και λίγο καιρό αργότερα, η πρώτη συναυλία, που παρακολούθησα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Σωκράτη Μάλαμα και της Μελίνας Κανά, στη Θεσσαλονίκη. Σε σχέση με την περίοδο που αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική, είναι η συνεργασία με τον Θανάση, η πρώτη απόπειρα που έκανα να γράψω μουσική για θέατρο κι όταν ξεκίνησα να γράφω τραγούδια. Η περίοδος της δημιουργικότητας ξεκίνησε το 2012.

Η συνάντηση με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου καταλαβαίνω ότι είναι η οριστική συνάντηση για σένα. 

Φυσικά. Πήρα πολλά από όλη αυτή την πορεία τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Και μουσικά, αλλά κυρίως άλλαξε η οπτική μου σε αρκετά ζητήματα απέναντι στη ζωή. Βίωσα πράγματα, που δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσα να ζήσω. Πήρα δύναμη για να προχωρήσω σε δύσκολες, προσωπικές στιγμές κι άνοιξε και μέσα μου μία ακόμα πόρτα. Η πόρτα της δημιουργίας, παρόλο που δεν είμαι άνθρωπος που γράφει μανιωδώς. Επίσης, μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία γνώρισα πολλούς ανθρώπους, έκανα φιλίες, συνεργασίες και είδα και πώς είναι να συμμετέχεις σε μία μεγάλη συναυλία σε σχέση με τα τεχνικά ζητήματα και τις απαιτήσεις.

blank

Ψάχνω διάφορα στα social και πέφτω σε βίντεο που τραγουδάς, παίζεις, όλα είναι σε μια εγγύτητα και σκέφτομαι ότι είναι σπουδαία τύχη αυτού του είδους η επαφή με τον κόσμο. Παίρνει άλλες στροφές η έννοια της συγκίνησης.

Ναι, αυτό είναι στο πλαίσιο του βιώματος, που προσφέρουν τα ίδια τα τραγούδια, αλλά και η προσέγγιση μιας εμφάνισης. Όταν τραγουδάω, μου αρέσει να είμαι στο ίδιο σημείο με τον κόσμο. Να μπορούμε να κοιταζόμαστε στα μάτια. Προσωπικά, παίζω μουσική γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς κι όπως πηγαίνω να παίξω και να τραγουδήσω με καλά αισθήματα και κυρίως με όσο το δυνατόν το αίσθημα της ελευθερίας και του σεβασμού ταυτόχρονα για αυτό που παρουσιάζω, έτσι πιστεύω πως έρχεται και ο κόσμος σε μία συναυλία. Έρχεται να περάσει όμορφα και να βρει λίγη παρηγοριά στα τραγούδια. Σπάνια έχω άσχημα συναισθήματα μετά από μία εμφάνιση. Οπότε, έχω την αίσθηση πως περνάνε καλά τα περισσότερα παιδιά, που έρχονται στις εμφανίσεις μας. 

Πώς ένιωσες όταν τραγούδησες πρώτη φορά το τραγούδι, που μελοποίησε ο Μάνος Λοΐζος σε στίχους, που έγραψε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, όταν ήταν 19 χρόνων; Σε τέτοιες συναυλίες, απογειώνεστε. Πώς είναι; Και πώς κρατιέται η πολυπόθητη ισορροπία;

Την πρώτη φορά, όχι και τόσο καλά, γιατί ήταν εκτός προγράμματος και ξέχασα τους δύο τελευταίους στίχους. Ξεχνάω, αρκετές φορές, στίχους τα τελευταία χρόνια. Οπότε ένιωσα πως κουβαλούσα μεγάλο φορτίο κι απογοητεύτηκα. Τη δεύτερη φορά, βέβαια, που το παίξαμε στη Ριζούπολη, το ευχαριστήθηκα. Νιώθω μεγάλη τύχη, που τραγούδησα το συγκεκριμένο τραγούδι, μιας και το υπογράφουν δυο από τους αγαπημένους μου συνθέτες. Τώρα για την απογείωση, δεν ξέρω να σου απαντήσω. Θυμάμαι πολύ έντονα από τη Ριζούπολη την «Ουρά του αλόγου», που χάζευα τον κόσμο. Αλλά μέχρι εκεί. Στο θέμα της ισορροπίας είναι δύο πράγματα: Στο τέλος της ημέρας, όλοι μας το ίδιο πράγμα θα κάνουμε. Θα πέσουμε για ύπνο και την επόμενη μέρα, θα έρθουμε αντιμέτωποι με τα προβλήματά μας, είτε είμαστε μουσικοί, είτε γιατροί, είτε εργάτες, είτε σερβιτόροι, είτε οτιδήποτε. Το δεύτερο και βασικότερο είναι η θνητότητα. Όταν συνειδητοποιήσουμε τη θνητότητά μας, μετά τον φόβο, μπορούμε να ασχοληθούμε και με την ισορροπία μας. Τότε θα δούμε πως βάζουμε πολλά πράγματα μικρότερης σημασίας πάνω από ουσιαστικά ζητήματα.

Αλλά ο δρόμος και το απροσδόκητο και ο αγώνας είναι όλα μπροστά. Τι θες πολύ να πραγματοποιηθεί τον καιρό που θα έρθει;

Ναι, όλα μπροστά μας είναι. Κυρίως ο αγώνας, γιατί η ζωή είναι αρκετά δύσκολη. Το απροσδόκητο ας ελπίζουμε πως θα είναι με θετικό πρόσημο. Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο να σου πω. Ίσως, αν θα ήθελα κάτι, αυτό είναι να αρχίσει να αποκτά η ζωή μου μια πορεία. Όχι απαραίτητα στη μουσική. Περνάω περίοδο ματαιότητας. Αλλά αφού μιλάμε για τη μουσική, θα σταθώ σε αυτό το προσωπικό κομμάτι. Δουλεύω κάποια τραγούδια και ελπίζω να πάρουν την τελική τους μορφή σχετικά σύντομα, για να μπορέσω να προχωρήσω στην επόμενη δισκογραφική δουλειά. 

Πότε γράφεις; Τι πρέπει, ας πούμε, να προηγηθεί της δημιουργίας; Ή λέω χαζομάρες; Επίσης, ετοιμάζεις κάτι και πού θα σε βρίσκουμε τον χειμώνα;

Γράφω συνεχώς, αλλά όχι με μανία. Κρατάω συνεχώς σημειώσεις με στιχάκια και μελωδίες. Αλλά για να τα ολοκληρώσω χρειάζομαι ηρεμία. Αλλιώς δεν μπορώ να γράψω. Πολύ δύσκολα γράφω σε περίοδο πίεσης. Δεν εννοώ πίεσης λόγω εργασίας. Αναφέρομαι σε περίοδο ψυχικής έντασης. Όσο για το τι ετοιμάζω είναι τα τραγούδια, που προανέφερα. Παίζεται για δεύτερη χρονιά η παράσταση «Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα» στο θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ντέλλα, όπου έχω γράψει τη μουσική και ανεβαίνει το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου στο ίδιο θέατρο, πάλι σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου, στο οποίο έχω κάνει το ηχητικό περιβάλλον. Από εμφανίσεις, μετά τα Χριστούγεννα, πιθανόν στον «Σταυρό του Νότου».

blank

Και στις περιόδους που ησυχάζουν όλα, εσύ τι κάνεις;

Συνήθως δουλεύω, εκτός μουσικής για να μπορώ να ζήσω. Το να παίρνεις απόσταση από τα πράγματα το θεωρώ πολύ σημαντικό κομμάτι, ώστε να δεις πώς θα συνεχίζεις να πορεύεσαι.

Το πιο υπερτιμημένο πράγμα της εποχής μας ποιο είναι, Αλέξανδρε;

Η ψευδής ελευθερία και εικόνα που προσφέρουν και δημιουργούν τα social media!

[mc4wp_form id="278"]