Ρωτούσα, μαθητής, τον αγαπημένο μου δάσκαλο στην έκθεση: «Πώς γίνεται να γράφω για ένα θέμα όσο πιο αυτόματα γίνεται με αρχή, μέση και τέλος»; «Εμένα, όταν με ρωτάνε κάτι, σκέφτομαι μαρξιστικά και απαντάω. Μην τα θέλεις όλα μασημένη τροφή», μου έλεγε.
Δεν καταλάβαινα τότε τι εννοούσε. Πώς γίνεται να μπλέξω τη θεωρία της υπεραξίας με τον έρωτα για παράδειγμα; Γίνεται. Όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με επιστολές της Jenny von Westphalen-Marx προς τον αγαπημένο της Καρλ, τότε είδα μέχρι και πώς αγαπάνε οι κομμουνιστές. Όλα μπλέκονται σ’ αυτή τη ζωή, αρκεί το μπέρδεμα να έχει ένα στυλ και να είναι ουσιώδες.
Σήμερα, θέλοντας να γράψω για όλα αυτά που μας καίνε, καταλαβαίνω ότι όλο το παραπάνω έχει να κάνει με τη γωνία, που βλέπεις τα πράγματα. Ο πυρήνας αυτής της οπτικής είναι ο ρομαντισμός και η αγάπη για τη ζωή. Ο ρομαντισμός που ως στάση σε τοποθετεί απέναντι στον κυνισμό και η αγάπη, που σε οδηγεί σε μικρές καθημερινές επαναστάσεις. Έτσι, φτιάχνω τον κόσμο που θέλω «με τη σιωπή και τις λέξεις», που λέει κι ένας αγαπημένος μου. Δημιουργώ τη φούσκα μου και καμιά φορά βγάζω έξω το κεφάλι για να δω πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι ή τραβάω κάποιον προς τα μέσα για να δει πώς ζω εγώ.
Οι άνθρωποι της ηλικίας μου βρίσκονται κοντά στο μεσημέρι της ζωής τους (αν είναι τυχεροί). Δουλεύουν πολύ, έχουν συντρόφους και παιδιά, είναι singles, αγχώνονται, καταπιέζονται και διασκεδάζουν. Δεν τους έχει προετοιμάσει κανείς για το ξύλο που τρώνε. Γλείφουν ο ένας τις πληγές του άλλου. Προσπαθούν να γίνουν καλύτεροι γονείς από τους δικούς τους. Έχουν ψυχοσωματικά. Ζουν την πραγματικότητα μέσα από φίλτρα και τις σχέσεις τους βάζοντας τικ σε κουτάκια. Δεν κοιμούνται. Βλέπουν βίντεο με life hacks από το μισό ίντερνετ που κάνει life coaching στο άλλο μισό.
Καταναλώνουν τόνους σαχλαμάρας. Επικοινωνούν με reactions. Λένε με μεγάλη ευκολία thank you next. Κάθε τι που νιώθουμε ή μας συμβαίνει έχει την ετικέτα του πλέον κι αν κάτι δε χωράει πουθενά μας φαίνεται ξένο. Μου κάνει ghosting, τσίμπησα στο love bombing, αγνοώ τα red flags, χαρακτηριστική περίπτωση gaslighter.
Παραλάβαμε κακοποιητικές συμπεριφορές και απλά τις βαφτίσαμε. Υπάρχει, μεν, καλύτερη ενημέρωση, αλλά δεν είναι ανάλογη με τη συνειδητοποίηση. Μάθαμε από μικρά παιδιά να μας μασάνε την τροφή και να μας τη φτύνουν στο στόμα. Είναι εύκολο να την καταπιείς και να τη χωνέψεις. Μέχρι που έρχεται η στιγμή που δεν πάει τίποτα κάτω. Όλα γίνονται ένας κόμπος στο λαιμό. Κανένας, πλέον, δεν μπορεί να σου πει τι να σκεφτείς και πώς να νιώσεις.
«Δεν μπορώ να καταπιώ. Τι να κάνω;». «Μίλα. Πες την αλήθεια. Άσε τις λέξεις να βγουν από το στόμα σου, θα είναι σα να έκανες το καλύτερο χέσιμο». Διάλογος σε ιατρείο. Κι έτσι έρχεται η στιγμή που μαθαίνεις τα πράγματα από την αρχή, ακόμα και αυτά που έκανες αυτόματα. Γυρνάς στην παιδική σου ηλικία, τότε που σε έψαχναν όλο το πρωί και επέστρεφες σπίτι με ματωμένα γόνατα και χαμόγελο. Παίρνεις φόρα και ξαναβγαίνεις στη ζωή.
Ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο C. G. Jung, αναφορικά με την ηλικία «αυτό που είχε σημασία το πρωί, μικρή σημασία θα έχει το απόγευμα».