Ο Νίκος Πατερέκας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ως παιδί, έχει περάσει ώρες να παρατηρεί (κρατούσε και κάμερα, ναι) τα σύνθετα μάτια μιας ενήλικης λιβελούλας. Ή έναν Χιονόστρουθο, κατευθείαν από τα αλπικά τοπία των Βαρδουσίων. Αγάπη και περιέργεια που ενισχύθηκαν με τον καιρό. Σήμερα, είναι 32 χρόνων κι έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί, γεμάτες χώμα, αέρα και σπάνιες συναντήσεις. Μένει σε χωριό, στον κάμπο, όπως το αποκαλούσαν οι παλιότεροι. Αλλά και παντού, όπου είναι απαραίτητη η παρουσία του. Ξεβολεύεται εύκολα για μια αγέλη λύκων, ορμά στη φωτιά, χωρίς δεύτερη σκέψη, για να σώσει έστω κι ένα κομμάτι πράσινου, κρατάει ασβεστωμένο τον ξυλόφουρνο των προγόνων του. Νομίζω ότι δε φοβάται τίποτα, ίσως γιατί είναι ένας άνθρωπος που έχει έρθει πάρα πολύ κοντά με τα αστέρια.
Με θυμάμαι πιτσιρικά να αλωνίζω την εξοχή, στην Νέα Αβόρανη, το χωριό που μεγάλωσα έξω από την πόλη του Αγρινίου, μαζί με τους παππούδες. Είχα την τύχη και την τιμή να είμαι εγγονός ενός παλιού κυνηγού, του Βασίλη Κατσαντώνη. Αυτός μού μετέδωσε την αγάπη για την φύση, με σεβασμό και ήθος, αφήνοντάς με όμως και εντελώς ελεύθερο να επιλέξω αν θα αγαπήσω την φύση (μέσα από μια φωτογραφική μηχανή, όπως κι έγινε αργότερα) ή αν θα γίνω κυνηγός. Έντονα βιώματα, που παίζουν σημαντικό ρόλο για ένα παιδί. Οι παππούδες είναι μια τελευταία γενιά ρεαλιστών της ζωής και υποστηρικτών της συνύπαρξης ανθρώπου – άγριας ζωής.
Μεγαλώνοντας στην φύση, ναι, νιώθεις μοναξιά, σε σύγκριση με το αν ζούσες στην πόλη. Αλλά στην φύση, ούτως ή άλλως, υπάρχει η μοναξιά. Αρκετά άγρια ζώα παλεύουν μόνα τους εκεί έξω, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, για να επιβιώσουν. Είμαι άνθρωπος έντονα κοινωνικός, αλλά η ενασχόληση με την φύση και η διαβίωση σε αυτήν με έχει κάνει κάπως μοναχικό, και αρκετά χαμηλών τόνων. Αυτό, διότι δύσκολα θα βρεις στην επαρχία ανθρώπους να «επιζητούν την περιπέτεια και την ταλαιπωρία του να μένεις έξω, στο βουνό». Ο καθένας κάνει τις επιλογές του. Εγώ έχω ταχθεί στην φύση.
Ο φωτογράφος ζει με την τέχνη της φωτογραφίας, καθημερινά. Αντιμετωπίζει διαφορετικά και ως οπτική και ως προσέγγιση την πραγματικότητα. Ο πατέρας μου είχε μια φιλμάτη φωτογραφική μηχανή παλιότερα, αλλά μού δάνειζε επίσης και μια βιντεοκάμερα με κασέτες. Τότε έτρεχα να καταγράψω γερακίνες, στα κτήματα. Πολύ όμορφα σκηνικά. Η έντονη, φρέσκια ανάγκη ενός νέου ανθρώπου να ασχοληθεί με το φυσικό στοιχείο. Αργότερα, μεγαλώνοντας, η αγάπη για την φωτογραφία φύσης οδήγησε, μοιραία, σε αρκετές συνεργασίες, εκθέσεις κτλ, σε διάφορα μέρη της χώρας, αλλά και σε τοπικό επίπεδο. Πάντα με γνώμονα και στόχο την ανάδειξη της προστασίας του περιβάλλοντος και την ευαισθητοποίηση του κόσμου σχετικά με τα απειλούμενα είδη της άγριας ζωής. Ελάχιστες έως μηδενικές φορές, έβγαλα χρήματα από αυτή την ενασχόληση. Ήταν άλλα τα κίνητρα, πάντα.
Στην φωτογραφία άγριας φύσης, είναι απαραίτητο να έχεις ατσάλινη υπομονή και γερά νεύρα, γιατί είναι πιθανό να χάσεις μια όμορφη στιγμή, για την οποία μπορεί να περίμενες ώρες ή μέρες να την απαθανατίσεις. Η εμπειρία της ιχνηλασίας, η γνώση του αντικειμένου και των συνηθειών κάθε είδους, που θες να ασχοληθείς φωτογραφικά, είναι απαραίτητα προσόντα για να μειώνεις αυτή την (καρτερική) αναμονή και ίσως απογοήτευση, που μπορεί να επέρχεται (αρκετά συχνά). Συνήθως, ένας φωτογράφος άγριας φύσης, με σοβαρούς στόχους, πρέπει να γνωρίζει για την επιβίωση στο βουνό ή αλλού και γενικά να αυτοσχεδιάζει. Είναι σύνθετο. Από το 2017, ασχολούμαι με το Camera trapping ενεργά. Πρόκειται για κάτι καινούριο στην Ελλάδα, που αφορά σε αυτοματισμούς και κάμερες με σύνθετα κυκλώματα, που απαθανατίζουν τα ζώα στο βουνό με μεγαλύτερη ευκολία και γενικά «σε ξεκουράζουν». Είναι μια άλλη οπτική, καθώς μπορείς να δημιουργείς φωτογραφίες ζώων μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον με ευρύ φακό, κάτι που δίνει άλλη διάσταση στο τελικό αποτέλεσμα. Αλλά είναι τόση η ταλαιπωρία της προετοιμασίας, που στο τέλος έστω και μια εικόνα να έχεις είναι θείο δώρο. Γενικά, μ’ αρέσει να πειραματίζομαι έντονα.
Το Wolf monitoring αφορά σε μια εθελοντική, ατομική προσπάθεια κι ανάγκη (πρόκειται για το αγαπημένο μου είδος) να καταγραφούν, για ερευνητικούς λόγους κυρίως, οι λύκοι στην περιοχή της ορεινής Ναυπακτίας και πέριξ. Κάτι που τρέχει ενεργά από το 2017, τότε που ζούσα, για ένα διάστημα, έξω, σε κατασκήνωση, ακολουθώντας μια αγέλη λύκων, κοντά στο χωριό Λιβαδάκι της Ορεινής Ναυπακτίας. Ήταν όμορφα χρόνια, γεμάτα πρωτόγνωρες εμπειρίες. Ύπνος στο ύπαιθρο και να ακούγονται ουρλιαχτά κοντά σου, τοποθέτηση καμερών, πολλά χιλιόμετρα, ταξίδια, συναρπαστικές περιπλανήσεις με φίλους, συνεργάτες και κτηνοτρόφους της περιοχής, όπως ο Γιάννης Σμάνης κι άλλοι. Οι ντόπιοι είναι η ψυχή της προσπάθειας, διότι γνωρίζουν απ’ έξω κι ανακατωτά το βουνό και μπορούν να σε διευκολύνουν. Παράλληλα, μ’ αρέσει να τους βάζω και αυτούς στη διαδικασία, γιατί στην τελική, είναι μια όμορφη ενασχόληση για όλους όσοι θέλουν να μάθουν περισσότερα για αυτό το χαρισματικό είδος. Είναι δύσκολη πάντως η καταγραφή επειδή αυτό το ζώο, ο λύκος, είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από μένα. Αλλά, όπως λένε, για ό, τι ποθείς πολύ, πρέπει να κοπιάζεις.
Ο φόβος πηγάζει από διάφορες αιτίες. Ο φόβος για το βουνό και τους κινδύνους, που κρύβει, προφανώς και πάντα θα υπάρχει. Απλά είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου πώς τον διαχειρίζεται. Μεγάλωσα στην εξοχή και το βουνό. Αργότερα, επίτηδες, έφευγα για δήθεν διακοπές, που στην πραγματικότητα ήταν σκληραγώγηση στο βουνό και διανυκτερεύσεις, χωρίς άνεση. Νικούσα και παράλληλα μάθαινα τους «φόβους» μου. Ο κανόνας είναι να δείχνεις σεβασμό στη φύση και να γνωρίζεις. Να έχεις την γνώση και ό,τι είναι απαραίτητο για την φύση. Για να μην φοβάσαι.
Η προσπάθεια διάσωσης φιδιών με την Πυροσβεστική Υπηρεσία Αγρινίου ξεκίνησε δειλά – δειλά το 2014. Από τότε έχουμε διασώσει πάνω από 150 φίδια κάθε είδους, σε καταγεγραμμένα περιστατικά και στατιστικά διασώσεων. Ο δήμος Αγρινίου με στήριξε κάπως οικονομικά όλα αυτά τα χρόνια σε αυτή την ατομική δράση, αλλά σίγουρα περίμενα παραπάνω, γιατί αυτό που κάναμε ήταν έργο, που αφορούσε σε μια ολόκληρη, μεγάλη πόλη, όπως είναι το Αγρίνιο και τα γύρω μέρη. Πλέον, η υπηρεσία «τρέχει» μόνη της, διότι δεν έχω ελεύθερο χρόνο λόγω πρωινής εργασίας, οπότε η δράση αυτή έχει παγώσει από μέρους μου. Πολλές φορές, μέσω αυτής της εμπειρίας, έχω αναρωτηθεί «μπορεί ένας απλός άνθρωπος να φέρει την αλλαγή»;. Υπάρχουν μέρες που το πιστεύω κι άλλες που χάνω την πίστη μου.
Η απαξίωση για την φύση και την άγρια ζωή έχει να κάνει με το ότι ο σημερινός άνθρωπος ζει μεγάλο μέρος της ζωής του στα αστικά κέντρα, έχοντας απομακρυνθεί από την φύση (και τις ανάγκες της). Από την άλλη, όσοι ζουν στην επαρχία έχουν άγνοια απέναντι στα θέματα του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ μένουν κι αμέτοχοι. Σε κάθε περίπτωση, η φύση βγαίνει ζημιωμένη και ο άνθρωπος, πάντα εγωιστικά, θα θέλει να υπερτερεί της φύσης, χωρίς προσόντα όμως.
Η φάρμα προέκυψε από την ανάγκη να ταιριάξω παρελθόν και παρόν. Οι παππούδες κι ο προ -παππούς μου είχαν ζώα. Όταν έχασα τους παππούδες, θέλησα να δημιουργήσω κάτι από το μηδέν, που να θυμίζει την ζωή τους και παράλληλα τα παιδικά μου βιώματα, αφού πάντα έπαιζα με τα ζώα του τότε μικρού αγροκτήματος, που συντηρούσε ο παππούς. Μια φάρμα για να στηθεί θέλει ένα μικρό κεφάλαιο, αλλά μπορείς να την προχωράς σταδιακά, χωρίς να έχεις οικονομικές βλέψεις αρχικά. Ανάλογα ο καθένας πού αποσκοπεί. Εγώ εκμεταλλεύομαι τα ζώα μου ήπια, ενώ προσπαθώ να φέρνω τον κόσμο και κυρίως τα μικρά παιδιά σε επαφή με τα ζώα. Δεν υπάρχει καλύτερη επιρροή. Η συμβίωση με τα ζώα της φάρμας δεν σχετίζεται με την έννοια της πολυμελούς οικογένειας. Πολλά τα μέλη, αλλά αγαπημένα μεταξύ τους. Έτσι είμαι κι εγώ με τα ζώα μου. Κι όλο αυτό είναι πλήρως ανταποδοτικό.
Το μέλλον κανείς δεν μπορεί να το προγραμματίσει. Θα ήθελα να καταφέρω να ακολουθήσω το όνειρό μου να ασχοληθώ επαγγελματικά με τα ζώα, την άγρια ζωή, ακόμη και να γίνω φροντιστής ζώων. Ή απλά να τα αφήσω όλα, να μαζέψω συμπράγκαλα και να μείνω μόνιμα στο βουνό, μακριά από την πολύβουη πόλη. Προς το παρόν, έχω μια καθημερινή ρουτίνα, αλλά νοερά είμαι σε ένα εξοχικό, στο βουνό, γιατί εκεί κάνω αυτό που ξέρω καλύτερα. Η φάση να είσαι νέος και να έχεις ”retirement plan” με ξεπερνάει κάπως. Σημαντικό είναι να ακολουθείς αυτό που αγαπάς και να το κάνεις πράξη. Και ας μην ζεις προσωρινά στο όνειρο.