Αν υπάρχει ένας δρόμος στο Παγκράτι που οι άνθρωποί του θα ήθελαν να κρατήσουν έξω από τον ίλιγγο της ασαφούς γεωγραφίας, της «ανακαίνισης» και της ομοιομορφίας αυτός είναι η Ευτυχίδου.
[mc4wp_form id="278"]
Αν υπάρχει ένας δρόμος στο Παγκράτι που οι άνθρωποί του θα ήθελαν να κρατήσουν έξω από τον ίλιγγο της ασαφούς γεωγραφίας, της «ανακαίνισης» και της ομοιομορφίας αυτός είναι η Ευτυχίδου.
Τόσες δεκαετίες μετά, και κάποιες από τις ηρωίδες που υποδύθηκε στο σινεμά η Αλίκη Βουγιουκλάκη, Λίζα (επιχειρηματίας, κόρη επιχειρηματία, μαθήτρια στο Κολέγιο της Φιλοθέης), Μανταλένα, Μαρίνα, Μυρτώ, Κατερίνα ,«υπάρχουν» στους σύγχρονους δρόμους της Αθήνας και στις Κυκλάδες, στη Φιλοθέη και το Ψυχικό, στον Πειραιά, στην Χίου, την Αμερικής, την Στησιχόρου. Με περισσότερη πραγματικότητα, με περισσότερο χιούμορ. Και όλα αυτά χάρη στην ταλαντούχα ηθοποιό, Δήμητρα Δερζέκου, που μέσα από ιβίσκους, μετάξια και ριπές φωτός, στήνει οικεία πρόσωπα απέναντι σε έναν καθρέφτη που δεν δείχνει μόνο αυτό που είμαστε, αλλά και αυτό που θα θέλαμε κάποτε να γίνουμε.
Εκείνη η εποχή ήταν η εποχή των περιπάτων. Η διασκέδαση μας ήταν ή τα πάρτι ή οι βόλτες με το ποδήλατο ή οι απλοί περίπατοι. Τα αγόρια του Κολεγίου και τα κορίτσια του Αρσακείου. Πήγα την άλλη μέρα στο σχολείο και τους είπα «περπάτησα στην οδό Διαμαντίδου με τον Μάνο Χατζιδάκι».
Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο πραγματικός, είναι ζωγραφισμένος με μαρκαδόρους και ο «άλλος», εκείνος με τα άσπρα μαλλιά και τα γυαλιά ήταν απλώς φευγάτος. Μια στη γη, μια στα σύννεφα. Να παρατηρεί τη διαχρονικότητα της θάλασσας και μιας διάτρητης καθημερινότητας, που περνάει στην αθανασία με το ελάχιστο της ποίησης.
Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ο επίμονα νέος και ελεύθερος άνθρωπος, με μια καλλιέργεια, που τού επέτρεπε να αποφασίζει για τη ζωή και το είδος των προσωπικών του δρόμων. 30 χρόνια από τον θάνατό του και 99 από τη γέννησή του (23/10/1925), και η δουλεμένη σκέψη του, η αρμονία της καθαρής…
Νομίζω ότι αυτή ήταν η Μελίνα Μερκούρη. Γεννημένη για να διανύσει τη γη, με ένα κόκκινο φόρεμα, στο ύψος ενός κόσμου που συμμετέχει στην ιστορία και στον ήχο της σύγκρουσης.
Κι αν με ρωτάς, δεν ξέρω αν ισχύει ή αν το οφείλω στη φαντασία μου: στις φωτογραφίες, άρα ίσως και στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα φως. Και υπήρχε και στα πρόσωπα το ίδιο φως.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, πέθανε ο Νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης. Πριν λίγα χρόνια, ήταν καλοκαίρι, βρέθηκα στο σπίτι του, στο Παγκράτι.
Ένα λάμα, μια κουκουβάγια, ένας πιγκουίνος, δύο γαϊδουράκια κι ένας ιππόκαμπος ήταν οι «μαθητές» της Πρώτης Δημοτικού. Η δασκάλα, μια καφέ αρκούδα. Τα δύο εφτάχρονα παιδιά, φίλες καρδιακές, διανέμουν τους ρόλους. Στον ιππόκαμπο, προσθέτουν ένα ψεύδισμα, το λάμα είναι κάπως συναχωμένο, ο πιγκουίνος είναι ντροπαλός. Η δασκάλα- αρκούδα λατρεύει τη…
Ξέρω από τώρα πως όταν το ξαναδώ θα με αναγνωρίσει αμέσως. Θα θυμηθεί το «σύνθημα» με το αμύγδαλο και θα μου πει ότι «εκείνο το βράδυ, στις 27 Αυγούστου, που κάθε μικρό βήμα του γινόταν με τόσο κόπο, κοίταξε ψηλά, είδε το φως της οθόνης του κινητού μου, μάζεψε όλες τις δυνάμεις του και νιαούρισε εύγλωττα και παρατεταμένα.
Κι από τότε ξεκίνησε η πορεία προς τη ζωή.
[mc4wp_form id="278"]