Σήμερα, η Αθήνα έχει γεμίσει μαραθωνοδρόμους και αθλητές (της καθημερινότητας) που βάζουν στόχο να τερματίσουν στα 5 ή τα 10 χιλιόμετρα. Γιατί όμως ο ερασιτεχνικός αθλητισμός έχει γίνει τόσο δυνατό trend;
Ο Μαραθώνιος της Αθήνας είναι, δίχως αντίλογο, ο πιο σημαντικός σχετικός αγώνας στον πλανήτη. Μπορεί σε άλλες πόλεις η διαδρομή να είναι πιο δύσκολη, πιο εντυπωσιακή, πιο… οτιδήποτε, ωστόσο μόνο στην Αθήνα οι δρομείς ακολουθούν την κλασική διαδρομή. Ωστόσο, μάλλον δεν είναι αυτός ο λόγος που ο αριθμός των ανθρώπων που συμμετέχουν στη διοργάνωση αυξάνεται εκθετικά. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι κάθε ώρα της ημέρας θα δούμε ανθρώπους να τρέχουν ή να περπατούν δυναμικά στον δρόμο, το αποδεικνύουν όμως και τα επίσημα στοιχεία του ΣΕΓΑΣ.
Σύμφωνα με αυτά, η συμμετοχή στους αγώνες του Αυθεντικού Μαραθωνίου της Αθήνας παρουσίασε σταθερή άνοδο την τελευταία πενταετία, με εξαίρεση το 2020 όπου ο αγώνας πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά λόγω πανδημίας. Την χρονιά εκείνη έλαβαν μέρος συνολικά 6.700 δρομείς, με το 39% να αγωνίζεται στα 5 χλμ, το 36% στα 10 χλμ και το 25% στην κλασική διαδρομή των 42,195 χλμ. Το 2021, με περιορισμούς λόγω υγειονομικών πρωτοκόλλων, οι συνολικές συμμετοχές ανήλθαν σε περίπου 30.000, κατανεμημένες ισότιμα ανάμεσα στα τρία αγωνίσματα.
Το 2022 ο αριθμός αυξήθηκε σε περισσότερους από 45.000 δρομείς, με 15.500 να συμμετέχουν στον μαραθώνιο, 12.500 στα 10 χλμ και 16.000 στα 5 χλμ. Το 2023 σημειώθηκε ρεκόρ συμμετοχής με περίπου 70.000 δρομείς συνολικά – 21.000 στον μαραθώνιο, 20.000 στα 10 χλμ και 21.000 στα 5 χλμ – ενώ το 2024 οι δηλωμένες συμμετοχές ξεπέρασαν τις 73.000, με 21.000 δρομείς στη μαραθώνια διαδρομή, 15.000 στα 10 χλμ και περίπου 26.000 στα 5 χλμ, συμπεριλαμβανομένου και του αγώνα Universities NightRun.
Γιατί όλο και περισσότεροι «κοινοί» άνθρωποι μετατρέπονται σε αθλητές της καθημερινότητας;
Ίσως σε αυτό να έχει παίξει τον ρόλο της η πανδημία που μας έβγαλε στους δρόμους για να περπατήσουμε και να τρέξουμε, αφού αυτή ήταν η μόνη μας διέξοδος. Φαίνεται όμως ότι αυτή η τάση έχει αγκαλιαστεί από μεγάλο κομμάτι ανθρώπων, στην Ευρώπη και το εξωτερικό, και δεν αφορά μόνο στο τρέξιμο ή το περπάτημα αλλά και άλλα είδη άσκησης, όπως το functional training ή τα βάρη.
Μιλάμε για ενθουσιώδεις αθλητές που μπορεί να είναι φοιτητές, δάσκαλοι, λογιστές, γονείς, καθημερινοί άνθρωποι που προπονούνται σαν επαγγελματίες, παρακολουθούν την πρόσληψη πρωτεϊνών, καταγράφουν διπλές προπονήσεις και ταξιδεύουν σε όλη τη χώρα για να αγωνιστούν με τις νέες τους κοινότητες. Οι λόγοι τους ποικίλλουν: για να αποδείξουν κάτι στον εαυτό τους, για να βρουν ένα αίσθημα ελέγχου ή απλώς για να ταρακουνήσουν τη ζωή τους και να εντυπωσιάσουν τους εαυτούς τους.
Τα δεδομένα που καθοδηγούν την τάση
Μέρος της έκρηξης των αθλημάτων αντοχής οφείλεται στην εμμονή μας με κάτι που ίσως βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον καρπό σας: την καταγραφή των δεδομένων. Δεν κάνουμε πια απλώς τις κινήσεις της άσκησης, αλλά μετράμε, βελτιστοποιούμε και ανταγωνιζόμαστε τους εαυτούς μας σε κάθε προπόνηση. Ουσιαστικά έχουμε αρχίσει να «ελέγχουμε» την υγεία μας μέσω συσκευών παρακολούθησης, λέει η Katie Rose Hejtmanek, PhD, καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Brooklyn College, CUNY, που ειδικεύεται στον αθλητισμό, την αυτομεταμόρφωση και τη δύναμη.
Σύμφωνα με μια μελέτη του 2023 του National Institutes of Health των ΗΠΑ, σχεδόν ένας στους τρεις Αμερικανούς χρησιμοποιούσε μια φορητή συσκευή για να παρακολουθεί την υγεία και τη φυσική του κατάσταση. Επιπλέον, σε μια μετα-ανάλυση μελετών που εξέτασαν τη σχέση μεταξύ των συσκευών παρακολούθησης και της σωματικής δραστηριότητας, που δημοσιεύθηκε στο The Lancet, όσοι χρησιμοποιούσαν φορητές συσκευές έκαναν κατά μέσο όρο 1.800 περισσότερα βήματα την ημέρα, περπατούσαν 40 λεπτά περισσότερο κάθε μέρα και αύξησαν τη μέτρια έως έντονη σωματική τους δραστηριότητα κατά έξι λεπτά την ημέρα.
Με τόσα δεδομένα στη διάθεσή μας, είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε συνεχώς την απόδοσή μας και να βρίσκουμε νέους τρόπους για να ξεπεράσουμε τα όριά μας, είτε πρόκειται για τη μείωση του χρόνου μας στα 10 χιλιόμετρα είτε για τη βελτίωση της διατροφής μας πριν από μια ποδηλατική βόλτα. Είναι αλήθεια: οι wearable συσκευές έχουν ουσιαστικά μετατρέψει τη φυσική κατάσταση σε παιχνίδι. «Η συμμετοχή σε τεκμηριωμένες αριθμητικές αξιολογήσεις της προόδου μας γίνεται μια ανταγωνιστική πρόκληση με τον εαυτό μας», λέει η Hejtmanek. «Κυνηγάμε τα προσωπικά μας ρεκόρ και κάθε ένα από αυτά μοιάζει με νίκη».
Αυτή η ανατροφοδότηση που βασίζεται στα δεδομένα, προσθέτει, είναι αυτό που κάνει τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες τόσο εθιστικούς. Αντί να τρέχουμε απλά για την υγεία μας ή να συμμετέχουμε σε μαθήματα ενδυνάμωσης για διασκέδαση, «μετατρέπουμε τη βιολογία μας σε παιχνίδι, σκεπτόμενοι συνεχώς πώς να μεγιστοποιήσουμε και να βελτιστοποιήσουμε την απόδοσή μας».
Ραντεβού στον αγώνα
Σε αυτήν την αύξηση των αθλητών της καθημερινότητας, υπάρχει και κάτι ακόμη: η κοινωνικοποίηση και η συντροφικότητα: Μπορείς να προπονηθείς και να ανταγωνιστείς με φίλους, λέει η Natalie Léger, PsyD, ιδιοκτήτρια του Collective Edge, ενός γραφείου αθλητικής και συμβουλευτικής ψυχολογίας. Δεν χρειάζεται να δούμε στοιχεία από τις ΗΠΑ για να το πιστέψουμε. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια οι αγώνες δρόμου σε διάφορες περιοχές, από τις Σπέτσες με το Spetses Mini Marathon που υπήρξε πρωτοπόρο μέχρι την Άνδρο, τη Σαντορίνη και τα Ιωάννινα, προσελκύουν κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες ερασιτέχνες και επαγγελματίες δρομείς. Οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούν μία κοινότητα, έναν στενό και έναν ευρύτερο κύκλο, με παρόμοιο τρόπο ζωής και χόμπι, που τελικά μπορεί να οδηγήσουν σε νέες παρέες ή ακόμη και προσωπικές σχέσεις. Γίνονται ομάδες που εμπνέουν και προκαλούν ο ένας τον άλλον.
Η γενιά του ιδρώτα
Ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς τους νέους αθλητές αντοχής είναι μεταξύ 25 και 30 ετών και αντιμετωπίζουν αυτό που αποκαλούν «κρίση των 25» με το να δένουν τα κορδόνια των παπουτσιών τους – και αυτό έχει τη σημασία του. Πολλοί νέοι ενήλικες, ιδιαίτερα οι millennials και οι GenZ’ers, αισθάνονται εξαντλημένοι από την εργασία τους και δυσκολεύονται να βρουν το δρόμο προς την επιτυχία μέσα από τη δουλειά τους.
Ενώ η γενιά των γονιών τους μπορεί να ήθελε να κάνει τη δουλειά της ζωή της, οι νεότερες γενιές είναι λιγότερο διατεθειμένες να θυσιάσουν την προσωπική τους ζωή για τη δουλειά τους. Έτσι, αναζητούν την ικανοποίηση αλλού. Οι προαγωγές στο χώρο εργασίας και η εργασιακή ασφάλεια μπορεί να φαίνονται εκτός του ελέγχου του ατόμου, αλλά η προπόνηση για έναν αγώνα προσφέρει μια αίσθηση αυτονομίας. Επιλέγεις πότε θα προπονηθείς, τι θα φας, πώς θα ανακάμψεις, και αυτές οι μεταβλητές μεταφράζονται σε απτή, μετρήσιμη πρόοδο και εγγυημένη αίσθηση επιτυχίας, συχνά πολύ πιο γρήγορα από ό,τι συμβαίνει στην εργασία.
Υπάρχει επίσης μια αναμφισβήτητη αυξανόμενη ανησυχία ότι πολλοί τομείς της ζωής, ειδικά η εργασία, γίνονται όλο και πιο αυτοματοποιημένοι και ξεφεύγουν από τον έλεγχό μας, λέει ο Michael Crawley, PhD, κοινωνικός ανθρωπολόγος που ειδικεύεται στον αθλητισμό και τη βελτίωση της απόδοσης στο Πανεπιστήμιο του Durham. Η ανάληψη μιας απαιτητικής σωματικής πρόκλησης είναι «κάτι που μας κάνει να νιώθουμε μοναδικά ανθρώπινοι», λέει ο Crawley. «Επιβεβαιώνει την ανθρώπινη υπόστασή μας».
Όποιος κι αν είναι ο λόγος για τον καθένα, η τάση του ερασιτεχνικού αθλητισμού είναι εδώ. Και, ίσως, όλοι εμείς που θα παρακολουθούμε από την τηλεόραση ή που θα χειροκροτούμε στο Καλλιμάρμαρο ή στους δρόμους απ’ όπου περνούν οι αθλητές, να νιώσουμε την επιθυμία να δοκιμάσουμε κι εμείς τα πόδια μας… Και, ποιος ξέρει, μπορεί στον επόμενο μαραθώνιο να είμαστε ανάμεσα σε αυτούς που θα τρέξουν!
