Είχα δει μια γελοιογραφία (δυστυχώς δε θυμάμαι τον/την δημιουργό), στην οποία ένας μεγιστάνας του πλούτου ήταν ανεβασμένος σ’ ένα κάστρο και καθόταν πάνω στην αμύθητη περιουσία του. Μιλούσε στον λαό, που είχε συγκεντρωθεί γύρω από το κάστρο του, λέγοντας: «Υπερασπιστείτε τα υπάρχοντά μας· δεχόμαστε απειλή», δείχνοντας έναν επινοημένο εχθρό.
Ο λαός τού απάντησε: «Γιατί να τα υπερασπιστούμε; Δεν είναι δικά μας — είναι δικά σου». Ο πλούσιος, αμέσως μετά, πήρε ένα τεράστιο κοντάρι και χάραξε μια γραμμή γύρω από τον εαυτό του, τα λεφτά του και τον λαό, φτιάχνοντας κάτι που λειτουργούσε ως σύνορο. «Τώρα;», ρώτησε. Ο σοφός λαός, υπό την ύπαρξη συνόρων, θεώρησε πως ό,τι είναι εντός αυτών τού ανήκει κι έχει την υποχρέωση να το υπερασπιστεί. Είχε πετύχει αυτό που ήθελε: Ένα οργισμένο πλήθος, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, έτοιμο να πεθάνει για να μη χάσει αυτός δεκάρα ή ακόμα και να κερδίσει περισσότερες.
Τρομερή ευστοχία. Έκανε κομμάτια, με μόλις δύο εικόνες, όλο το σύγχρονο παγκόσμιο οικοδόμημα. Όλοι, όλες και όλα, ντε και καλά, πρέπει να ανήκουμε κάπου. Είμαστε πολίτες· ζούμε εντός ορισμένων εδαφών και κυβερνιόμαστε από κυβερνήσεις. Έχουμε εθνική ταυτότητα κι ένα backstory που υποτίθεται πως δικαιολογεί την ύπαρξή μας.
Αλήθεια, Έλληνα και Ελληνίδα, έχεις νιώσει ποτέ εθνική υπερηφάνεια; Κι αν ναι, πότε; Όταν σήκωνε ο Ζαγοράκης την κούπα στον 7ο ουρανό; Όταν διάβασες ότι οι Έλληνες εφοπλιστές ελέγχουν περίπου το 20% του παγκόσμιου στόλου σε χωρητικότητα, κάτι που τους καθιστά την πρώτη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο; Όταν συνειδητοποίησες ότι αυτό που αποκαλείται σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, βασίζεται (και καλά) στις ιδέες και τον στοχασμό των αρχαίων φιλοσόφων «προγόνων» σου; Ή μήπως όταν ο παππούς σου σκότωνε Ιταλούς φασίστες στο Καλπάκι;
Είναι προσωπικό το τι κάνει τον καθένα και καθεμία να ανατριχιάζει. Αναρωτιόμουν, πρόσφατα, όσο παρακολουθούσα το EuroBasket, τι είναι αυτό που με κάνει να υποστηρίζω την εθνική Ελλάδας; Τι είναι αυτό που ενώνει εμένα κι έναν τυχαίο παππού δίπλα μου, σ’ ένα καφενείο του Βύρωνα, να πανηγυρίζουμε έξαλλα ένα κάρφωμα του Γιάννη Αντετοκούμπο; Μήπως εδώ λειτουργεί το εθνικό αφήγημα; Δεν είναι τόσο απλό. Δεν έχουμε όλοι κι όλες το ίδιο ενδιαφέρον ούτε το ίδιο κίνητρο. Ένα φασιστάκι σίγουρα θα σφίγγεται που ηγείται της εθνικής ομάδας μπάσκετ ένας υπεραθλητής με καταγωγή από τη Νιγηρία. Ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τη φτώχεια και τον ρατσισμό, κατάφερε δουλεύοντας σκληρά για κάτι που αγαπάει με όλο του το είναι, όχι μόνο να καθιερωθεί ως ένας από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, αλλά και να ξεμπροστιάσει τους κλόουν της πολιτικής. Εκείνους που τάχα δεν μπορούσαν να προφέρουν το όνομά του και τώρα διαγωνίζονται ποιος θα προλάβει πρώτος να ανεβάσει στα κοινωνικά δίκτυα ένα copy-paste κείμενο από τεχνητή νοημοσύνη για να του δώσει συγχαρητήρια.
Μπορεί να μη διάλεξε να κουβαλάει όλο αυτό το βάρος, αλλά αποτελεί φάρο για κάθε κατατρεγμένο παιδί που παρακαλάει να ζήσει και να ονειρευτεί. Ίσως, τελικά, η «εθνική υπερηφάνεια» να μην είναι παρά ένα εργαλείο εξουσίας, ένα κατασκεύασμα που χρησιμοποιείται για να μας ντοπάρει, όταν κλέβουν τη ζωή μας. Κούφια λόγια για να μας πείσουν ότι είμαστε κάτι ξεχωριστό επειδή έτυχε να γεννηθούμε σε κάποιο γεωγραφικό μήκος και πλάτος.
Εμένα πάντως μου αρέσει το μπάσκετ. Μου αρέσει η ελληνική ομάδα, γιατί νιώθω οικεία με τους περισσότερους παίχτες της, όπως αντίστοιχα θα ένιωθα με τους αντίστοιχους παίχτες μιας άλλης χώρας, αν ζούσα σ’ αυτή. Αν είχα μάλιστα και το ταλέντο να παίζω μαζί με τους Σλούκα, Γιάννη και Τολιόπουλο και κατακτούσα ένα μετάλλιο, μετά τους πανηγυρισμούς, θα περίμενα με ανυπομονησία τη συνέντευξη στη μεικτή ζώνη.
Κι όταν ο Βαγγέλης Ιωάννου θα με ρωτούσε πού αφιερώνεις το μετάλλιο, θα τού απαντούσα: «Στο λαό που ζει στην Ελλάδα, αγαπάει το άθλημα και χαίρεται να μας βλέπει να νικάμε. Σε κάθε λαό που καταπιέζεται, πεθαίνει για την ελευθερία του και δεν έχει την επιλογή να χαρεί. Σε όλα τα παιδιά που τα όνειρά τους συνθλίβονται από το μίσος και τον ρατσισμό. Σας ευχαριστώ. Φιλιά στα αγαπημένα μου. Καλό σας βράδυ».
