
Έχει σοβαρό, δυνατό ήλιο και είναι Γενάρης. Περπατάω χωρίς να ακουμπούν τα πόδια στο έδαφος, – μού συμβαίνει συχνά. Συναντώ έναν φίλο, σχολιάζουμε τον ωραίο καιρό, πολύ γρήγορα, όπως πάντα, αλλάζουμε θέμα. «Πόσο ακόμα θα σέρνεται αυτή η αδικία;». Και μετά λέμε «γεια, ρε».
Κι εκεί που έχω ήδη περπατήσει και τον έχω αφήσει πίσω, θέλω να επιστρέψω στο σημείο και στην κουβέντα για την «αδικία», πριν πούμε το «γεια, ρε». Και να του πω ότι δυσκολεύομαι να «γυρνάω σελίδες» έτσι και να μου πει κι αυτός «κι εγώ το ίδιο». Και να ενώσουμε το αίμα μας, το εμπύρετο αίμα μας, που ανθίσταται, ναι, στην εγκληματικά αδιάφορη αλληλουχία των ημερών. Των χιλιάδων ημερών, που «χωνεύουν» τον θάνατο και το έγκλημα σαν να είναι ούριος αέρας.
Ακούω, βλέπω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ. Κλαίω, θυμώνω, ντρέπομαι. Έρχεται το βράδυ και κοιμάμαι. Βλέπω εφιάλτες. Ξημερώνει. Ξανά όλα τα στάδια της οργής. Αγοράζω βιολογικά πορτοκάλια. Με φροντίζω.
Δολοφονούνται παιδιά. Η καρδιά μου αλλάζει θέση. Τη νιώθω στα μάτια μου. Την αισθάνομαι στα πλευρά μου. Η γη συνεχίζει την τροχιά της. Αλλά έχουν δολοφονηθεί παιδιά. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αλλά κοιμάμαι. Πίνω τζίντζερ με κανέλα.
Κι άλλοι θάνατοι. Κι άλλες ζωές σε προκαθορισμένες ανηφόρες. Άνθρωποι που δεν πρόλαβαν. Που πλήρωσαν ακριβά μια ελευθερία, ένα τραγούδι, μια αγάπη. Λίγες λέξεις. Γράφω κάτι για όλο αυτό. Ματώνει η άκρη του δεξιού μου αντίχειρα από τη ρυθμική ένταση, που πετρώνει το σώμα μου. Σε λίγες ώρες, όλα περνούν. Ζέστη παντού στο σπίτι.
Κάθε μέρα, κάτι με κατεύθυνση προς τα τάρταρα. Κάθε μέρα. Παντού. Οπουδήποτε. Και τάρταρα εξόφθαλμα. Όχι για να τα προσπεράσεις. Εφευρίσκω λέξεις για να πιάνω κουβέντα με τον ρεαλιστή εαυτό μου. Δεν ξέρω τι πρέπει. Ντρέπομαι συχνότερα. Ντρέπομαι πολύ.
Δεν ξέρω πώς προχωρούν οι στιγμές, όταν το άδικο είναι διαρκές, αρτιμελές και με νύχια δεινόσαυρου.
Δεν ξέρω πώς αντέχουν οι νεκροί.
Η ιστορία και η ποίηση.
Η καρδιά μας.
Δεν ξέρω.