Ψάχνοντας για ανέμελα καλοκαίρια και ηχοτοπία σε παλιές φωτογραφίες, θυμήθηκα πάλι έναν άνθρωπο.
Γελούσε πάντα κι εμείς νομίζαμε ότι τα χείλη του δεν έχουν άλλο σχήμα. Οι άκρες τους έφταναν στα αυτιά. Τον ζωγραφίζαμε και του άρεσε.
Ίδρωνε, όταν έσκαβε, κάνοντας το χώμα φρέσκο. Τού πρόσφερα νερό, με κοιτούσε σαν Παναγία.
Έτρωγε πάντα την ίδια ώρα. Αριστερά το κρασί, δεξιά το ψωμί. Τα άπειρα μαλλιά του μύριζαν ρετσίνι. Είχε λύσεις για όλα.
Ήταν στο κέντρο κι όλα ήταν μεγεθυμένα. Σε μια μικρή αυλή, τεράστιες οι πορτοκαλιές, τεράστιες οι ελιές, απέραντο το καλοκαίρι.
Γυρίζαμε το κεφάλι μας και υπήρχε πάντα σε κάποια γωνιά. Όρθιος. Με άσπρη φανελίτσα και γκρι παντελόνι.
Μικρή, νόμιζα ότι με τα χέρια του κάνει θαύματα. Μα θαύματα έκανε. Ό,τι φρόντιζε είχε χρώμα κι ακμή. Ό,τι αγκάλιαζε αθανασία. Ό,τι προστάτευε είχε φτερά. Εμείς είχαμε φτερά.
Πόσο μεγάλες ήταν οι μέρες! Πόσο τέλειος ήταν ο Αύγουστος. Δε θυμάμαι κακές ειδήσεις. Εμείς τον Αύγουστο πάντα ήμασταν στις κορυφές.
Έβαζα το δάχτυλό μου στην πηγή να παγώσει. Μούδιαζε, δεν το ένιωθα από το κρύο. Γελούσε.
Φώναζα το όνομά μου στην τρυπητή ησυχία για να ακούσω την ηχώ. Γελούσε. Έκανα πως σφυρίζω για να μαζευτούν τα πρόβατα κοντά μου. Ξεκαρδιζόταν. Δεν έμαθα ποτέ να σφυρίζω.
Όλα όσα κάναμε, όλα όσα λέγαμε, όλα όσα αισθανόμασταν ήταν αποκάλυψη γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Καμάρωνε και προστάτευε. Ακούραστος.
Κι ύστερα η απλότητα. Το παγωμένο νερό της πηγής, οι ντομάτες, το αυγό, το ψωμί, το παγκάκι στη μέση του πουθενά, το σπίτι στα έλατα.
Ήξερε ότι εκείνες τις στιγμές μας έδειχνε τον τρόπο να φανταζόμαστε όλη την ποίηση της γης, την ευγνωμοσύνη και την πανάρχαια πληρότητα;
Πόσα ήξερε! Κυρίως ήξερε την τέχνη της αγάπης. Τον σκεφτόμαστε κάθε μέρα. Τον περιέχουν όλη η κατακτημένη ανεμελιά και τα βουνά, τα ελεύθερα. Η πυγμή της φύσης. Τα εγκάρδια χαμόγελα.
Τα καλοκαίρια μας, με τα πολλά φεγγάρια που έκαναν τα άσπρα μαλλιά του να μοιάζουν με χιόνι και τον ίδιο άτρωτο.
Αυτός άνθρωπος ήταν ο παππούς μας.
[mc4wp_form id="278"]
