Σε έναν γεμάτο δρόμο της πόλης, ανάμεσα σε ουρές στα καφέ και πρόσωπα που περνούν βιαστικά, ένας άνθρωπος νιώθει μόνος. Δεν είναι η έλλειψη ανθρώπων γύρω του που τον απομονώνει, αλλά η απουσία πραγματικής σύνδεσης, το αίσθημα πως κανείς δεν τον «αγγίζει» ουσιαστικά. Αυτή είναι η μοναξιά: όχι η απουσία παρουσιών, αλλά η έλλειψη σχέσεων που μας κάνουν να νιώθουμε ότι ανήκουμε. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να είσαι μόνος και στο να νιώθεις μόνος.
Η μοναχικότητα μπορεί να είναι επιλογή, μια δημιουργική παύση, χρόνος για τον εαυτό μας. Η μοναξιά όμως, εμφανίζεται όταν οι σχέσεις γύρω μας στερούνται οικειότητας. Είναι ένα βαθιά υποκειμενικό βίωμα που μπορεί να αγγίξει όλους τους ανθρώπους. Λεφτά, δόξα ή κοινωνικές δεξιότητες δεν λειτουργούν ως ασπίδα, γιατί η μοναξιά είναι ριζωμένη στη βιολογία μας. Έτσι, κάποιος μπορεί να ζει μόνος χωρίς να νιώθει μοναξιά, ενώ άλλος να περιβάλλεται από πλήθος και να αισθάνεται απόλυτα αποκομμένος.
Σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία υπόσχεται διαρκή επικοινωνία και οι πόλεις γίνονται πυκνότερες, το παράδοξο μεγαλώνει: όσο πληθαίνουν τα μέσα σύνδεσης, τόσο περισσότεροι νιώθουν μόνοι. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε πώς φτάσαμε εδώ και τι μπορούμε να κάνουμε για να ανακτήσουμε την ουσιαστική ανθρώπινη επαφή.
Ένας αρχαίος φόβος σε έναν νέο κόσμο
Για χιλιάδες χρόνια, η μοναξιά ήταν μηχανισμός επιβίωσης. Στις πρώτες κοινωνίες, κανείς δεν μπορούσε να επιβιώσει μόνος: η τροφή, η προστασία και η φροντίδα απαιτούσαν ομάδα. Το να ανήκεις σήμαινε ασφάλεια, το να μείνεις μόνος σήμαινε κίνδυνο και απειλή για την επιβίωση. Για αυτό ο εγκέφαλος ανέπτυξε τον «κοινωνικό πόνο»: έναν βιολογικό συναγερμό που ενεργοποιείται όταν κινδυνεύουμε να αποκοπούμε. Η απόρριψη και η απομάκρυνση «πονούν» για να μας ωθήσουν πίσω στην ομάδα.
Αυτός ο μηχανισμός ήταν πολύτιμος σε μικρές, δεμένες κοινότητες. Όμως όσο οι πόλεις μεγάλωναν και ο τρόπος ζωής γινόταν πιο ατομικιστικός, ο συναγερμός άρχισε να χτυπά συχνότεραχωρίς πραγματικό κίνδυνο. Σήμερα γνωρίζουμε λιγότερους ανθρώπους από κοντά, περνάμε λιγότερο ποιοτικό χρόνο μαζί τους και οι κοινότητες έχουν συρρικνωθεί. Ο εγκέφαλός μας αντιδρά σε έναν κόσμο που δεν ταιριάζει στη βιολογία του, έτσι η μοναξιά εξαπλώνεται.
Όταν η πόλη μεγαλώνει πιο γρήγορα από τις σχέσεις
Παρότι είμαστε πιο «συνδεδεμένοι» από ποτέ, η μοναξιά αυξάνεται. Η τεχνολογία μάς έδωσε αμέτρητους τρόπους επικοινωνίας, αλλά όχι βάθος στις σχέσεις. Μετά το 1950, η αστικοποίηση διέλυσε τις παραδοσιακές γειτονιές και οικογένειες. Οι ζωές μας έγιναν πιο μετακινούμενες, πιο απαιτητικές, πιο ατομικές. Ζούμε σε έναν «κόσμο οθόνης», βγαίνουμε λιγότερο, συμμετέχουμε σε λιγότερες κοινότητες και οι δεσμοί μας γίνονται όλο και πιο ρευστοί.
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν αυτή την τάση. Σύμφωνα με τη μελέτη Social Isolation in America (McPherson, Smith-Lovin&Brashears, 2006) ο μέσος αριθμός στενών φίλων έπεσε από 3 το 1985 σε 2 το 2004, ενώ ο αριθμός των ανθρώπων που δήλωναν ότι δεν έχουν κανέναν κοντινό φίλο σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Επίσης, ο World Health Organization (2025) αναφέρει ότι 1 στους 6 ανθρώπους παγκοσμίως βιώνει συχνά μοναξιά ή κοινωνική απομόνωση.
Το παράδοξο είναι ξεκάθαρο: όσο μεγαλώνουν οι πόλεις και τα μέσα επικοινωνίας πληθαίνουν, τόσο συρρικνώνεται η ουσία της σχέσης. Ίσως τελικά δεν μας λείπουν τα μέσα επαφής αλλά οι άνθρωποι που μας αγγίζουν πραγματικά.
Όταν η μοναξιά γίνεται απειλή για την υγεία
Το στρες που προκαλεί η μοναξιά είναι ένα από τα πιο ανθυγιεινά φορτία που μπορούμε να κουβαλήσουμε. Επιταχύνει τη γήρανση των κυττάρων, αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό και επιδεινώνει σοβαρές ασθένειες. Η ψυχολόγος Julianne Holt-Lunstad έδειξε ότι η χρόνια μοναξιά είναι εξίσου επικίνδυνη με την παχυσαρκία και συγκρίσιμη με το κάπνισμα μισού πακέτου τσιγάρων την ημέρα. Επιπλέον, αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα, κατάθλιψη και άνοια. Γίνεται κατανοητό πως η μοναξιά δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι μια βιολογική λειτουργία που μπορεί να διαβρώσει σώμα και νου όταν ο άνθρωπος ζει μόνιμα αποκομμένος.
Πώς ξαναβρίσκουμε τη θέση μας στους άλλους
Η αντιμετώπιση της μοναξιάς ξεκινά με την αποδοχή της. Είναι φυσιολογική, ανθρώπινη, κοινή και δεν εξαφανίζεται μαγικάαλλά σταδιακά όταν τη δούμε καθαρά και δουλέψουμε μαζί της. Όταν την παρατηρούμε χωρίς φόβο, κατανοούμε καλύτερα τις δικές μας αντιδράσεις: μήπως ερμηνεύουμε αρνητικά κάτι ουδέτερο; Μήπως πολλές φορές βάζουμε τις χειρότερες προθέσεις στους άλλους για να προστατευτούμε;
Παράλληλα, χρειάζεται έκθεση. Όχι απαραίτητα σε μεγάλες κοινωνικές σκηνές, αλλά στην απλή καθημερινότητα: ένα χαμόγελο, μια ερώτηση, μια μικρή προθυμία να ενδιαφερθούμε για τον άλλον. Η σύνδεση απαιτεί ρίσκο, να μοιραστούμε κομμάτια του εαυτού μας, να δείξουμε τι μας αρέσει, πώς σκεφτόμαστε.
Η ενσυναίσθηση επίσης, είναι ένα ισχυρό αντίδοτο. Αυτό που συχνά θέλουμε να κάνει κάποιος για εμάς, να μας ακούσει, να μας καταλάβειμπορούμε να το προσφέρουμε εμείς πρώτοι. Η προσφορά μάς συνδέει, μειώνει το άγχος και ενεργοποιεί τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ασφάλεια.
Τέλος, χρειάζεται να βρούμε τη «φυλή» μας: ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα και τρόπο σκέψης. Όταν κάνουμε δραστηριότητες που αγαπάμε, οι κατάλληλοι άνθρωποι εμφανίζονται φυσικά και οι σχέσεις χτίζονται χωρίς εξαναγκασμό.
Όταν η σύνδεση ξεκινά από μέσα μας
Η κοινωνία και οι πόλεις μας επηρεάζουν, αλλά δεν καθορίζουν τα πάντα. Ο καθένας από εμάς έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον μικρό του κόσμο: να καλλιεργήσει τις σχέσεις που τον θρέφουν, να αναζητήσει ανθρώπους που τον καταλαβαίνουν, να σταθεί με καλοσύνη δίπλα σε όσους συναντά. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε κάτι απλό: στο θάρρος να είμαστε ο εαυτός μας και να επιτρέψουμε στους άλλους να μας δουν. Όταν το κάνουμε, ανοίγει ο δρόμος για συνδέσεις που πραγματικά μας αλλάζουν. Τότε η μοναξιά αρχίζει να υποχωρεί, όχι γιατί ο κόσμος έγινε ευκολότερος, αλλά γιατί εμείς γίναμε πιο ανοιχτοί σε αυτόν.
*Γιώργος Ρωσσώνης, Ψυχοθεραπευτής

