Η σειρά «Σέρρες» ήταν η αφορμή για να ακούσουμε λίγο περισσότερα για τα intersex άτομα. Ποια είναι όμως η επιστημονική προσέγγιση;
Είμαστε ή έχουμε υπάρξει όλοι Intersex στην πορεία της ύπαρξής μας. Αν σας φαίνεται περίεργο, διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί, μας προτρέπει σε ανάρτησή του στο Facebook o Νίκος Αθανασόπουλος γυναικολόγος – χειρουργός.
Ας δούμε τι έγραψε:
«Για κάποιες εβδομάδες στη ζωή μας έχουμε υπάρξει όλοι ως intersex έμβρυα, σε ηλικία περίπου 5 εβδομάδων, μέσα στην κοιλιά της μάνας μας. Ο Γιώργος Καπουτζίδης με τις “Σέρρες” έστρεψε τον προβολέα σε μια ομάδα ατόμων που για πολλά χρόνια ζούσαν στη σκιά, έχοντας υποστεί τα πάνδεινα, αφήνοντας όμως τον κόσμο να αναρωτιέται με ποιό τρόπο βιολογικά γεννιούνται τα intersex άτομα. Με το σημερινό κείμενο μπορούμε να ρίξουμε λίγο φως στην βιολογική διαδικασία πίσω από την γέννηση ενός Intersex ατόμου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Ένα ανθρώπινο έμβρυο έχει εσωτερικά ταυτόχρονα τις δομές που θα δώσουν τα θηλυκά και τα αρσενικά γεννητικά όργανα. Επιπλέον κάθε έμβρυο έχει ένα ζευγάρι γονάδες οι οποίες όσο προχωράει η ανάπτυξή του, θα μετατραπούν είτε σε όρχεις είτε σε ωοθήκες ανάλογα με τα χρωμοσώματα που έχει το έμβρυο. Τέλος, εξωτερικά, κάθε έμβρυο έχει ένα μικρό εξόγκωμα, τον αρχέγονο φαλλό ο οποίος μπορεί είτε να αναπτυχθεί και να δώσει το ανδρικό πέος είτε να σχηματίσει την κλειτορίδα.
Στα άρρενα έμβρυα, κατά την 6η εβδομάδα της ενδομήτριας ζωής, στο χρωμόσωμα Υ -το λεγόμενο ανδρικό χρωμόσωμα- ενεργοποιούνται κάποια γονίδια τα οποία σιγά σιγά θα μετατρέψουν τις αρχέγονες γονάδες σε όρχεις. Οι όρχεις θα παράξουν μία ορμόνη η οποία θα εξαφανίσει τις γυναικείες αρχέγονες δομές, αλλά και ανδρογόνα (τεστοστερόνη), τα οποία θα φροντίσουν ώστε να αναπτυχθούν οι ανδρικές δομές και ο φαλλός να μεγαλώσει και να γίνει πέος.
Στα θήλεα έμβρυα, επειδή δεν υπάρχει το χρωμόσωμα Υ, οι ίδιες αρχέγονες γονάδες θα μετατραπούν σε ωοθήκες. Έτσι επειδή δεν υπαρχει η ορμόνη που θα εξαφανίσει τις γυναικείες αρχέγονες δομές, αυτές αναπτύσσονται και μας δίνουν την μήτρα, τις σάλπιγγες, τον τράχηλο και τον κόλπο. Επιπλέον, επειδή δεν υπάρχει η τεστοστερόνη, εξαφανίζονται οι ανδρικές αρχέγονες δομές, και ο φαλλός δεν μεγαλώνει ώστε να γίνει πέος αλλά μικραίνει και γίνεται κλειτορίδα.
Όσες φορές αυτή η διαδικασία δεν υλοποιείται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο τότε γεννιούνται τα Intersex άτομα. Είναι δηλαδή είτε άτομα με “ανδρικά χρωμοσώματα” στα οποία δεν έγινε πλήρως ή και καθόλου η διαδικασία της αρρενοποίησης, οπότε η εμφάνιση των εξωτερικών τους γεννητικών οργάνων μπορεί να είναι είτε πιο κοντά σε ανδρικά γεννητικά όργανα, είτε σε εντελώς φυσιολογικά θηλυκά γεννητικά όργανα.
Μπορεί επίσης να είναι άτομα με “γυναικεία χρωμοσώματα” τα οποία μπορεί λόγω παρουσίας ανδρογόνων νωρίς στην ενδομήτρια ζωή να έχουν κλειτορίδα μεγάλου μεγέθους η οποία θα μοιάζει με μικρό πέος. Τέλος υπάρχουν και τα άτομα τα οποία μπορεί να έχουν μην έχουν τυπικά ανδρικά ή γυναικεία χρωμοσώματα οπότε και η εξωτερική τους εμφάνιση μπορεί να ποικίλει. Εδώ και χρόνια τα άτομα αυτά στην γέννηση τους υποβαλλόντουσαν σε χειρουργικές θεραπείες -επίπονες, και με όχι πολύ καλό αισθητικό και λειτουργικό αποτέλεσμα- σε εξαιρετικά μικρή ηλικία προκειμένου να τους αποδοθεί ένα “φύλο” αγόρι ή κορίτσι, με την επιλογή να βρίσκεται κυρίως στα χέρια του γιατρού, ανάλογα με το τι είναι πιο εύκολο.
Με τα χρόνια αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πόσο λάθος ήταν αυτό, και πόσο πολύ κακό κάναμε στα Intersex άτομα προσπαθώντας να τα βάλουμε με το ζόρι στις δικές μας νόρμες και να τα αναγκάσουμε να επιλέξουν και να ζήσουν με το φύλο που εμείς τους επιβάλλαμε. Πλέον, οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε διαφορετικά, να ακούσουμε τη φωνή τους και να ανταποκριθούμε στις ανάγκες τους».
Είναι (αρκετά) σίγουρο ότι στη θέση του συγκεκριμένου γιατρού θα βρεθούν άλλοι επιστήμονες που θα εκφράσουν κάποια αντίθεση, «διαβάζοντας» διαφορετικά τα δεδομένα της βιολογίας και την επίδραση των ιατρικών διαδικασιών στην ψυχολογία του ατόμου. Εμείς ως δημοσιογράφοι προφανώς δεν μπορούμε να εκφέρουμε άποψη, δεν έχουμε την επιστημονική κατάρτιση γι’ αυτό. Είναι όμως μέρος του ρόλου μας να μεταφέρουμε, να ακούμε και να προσπαθούμε να δώσουμε λόγο σε όλες τις φωνές. Και σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να ανοίγει η συζήτηση ακόμη και για «δύσκολα» θέματα.
