Τον Μάνο τον γνώρισα, όταν ήμουν μαθήτρια της έβδομης τάξης του Γυμνάσιου. Τον είχε φέρει μια παρέα στο Ψυχικό (εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ψυχικό). Μου είπαν απλά «έλα, θα είναι και ο Μάνος». Και έτσι τον γνώρισα, σε έναν περίπατο.

Εκείνη η εποχή ήταν η εποχή των περιπάτων. Η διασκέδαση μας ήταν ή τα πάρτι ή οι βόλτες με το ποδήλατο ή οι απλοί περίπατοι. Τα αγόρια του Κολεγίου και τα κορίτσια του Αρσακείου. Πήγα την άλλη μέρα στο σχολείο και τους είπα «περπάτησα στην οδό Διαμαντίδου με τον Μάνο Χατζιδάκι».

Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία. Μια άλλη φορά, στα τελευταία περίπου χρόνια, τότε που είχε δημιουργήσει τον Σείριο, περπατούσα στον δρόμο και βλέπω σε μια βιτρίνα, έναν καινούριο δίσκο με εξώφυλλο -όλα τα σκίτσα που είχα κάνει για την Έλλη Λαμπέτη-.

Την Λαμπέτη την αγαπούσα πολύ. Όταν πέθανε η Έλλη, με πολλή συγκίνηση, μάζεψα ό,τι σκίτσα είχα δικά της, τα έκανα κάδρο και τα πήγα στο θεατρικό Μουσείο. Αυτό πήρε ο Μάνος και το έκανε εξώφυλλο στον δίσκο, χωρίς να με ρωτήσει. Από τη μια ενθουσιάστηκα, που ήταν το εξώφυλλο με την Έλλη, αλλά δε με είχε ρωτήσει κανείς γι’ αυτο. Τον πήρα τηλέφωνο. «Φαντάστηκες ποτέ ότι θα σου έλεγα όχι αν μου ζητούσες σκίτσα της Έλλης;». «Μα εφόσον υπήρχαν στο καμαρίνι της Έλλης φαντάστηκα ότι είναι δημόσιο αντικείμενο». Με τα πολλά, με τούμπαρε. Ήταν αξιαγάπητος. Αυτός ήταν ο Μάνος.

Σχεδόν τον πρώτο χρόνο, που ήμουν στη Ραδιοφωνία, και άρχισα να κάνω μόνη μου πρόγραμμα, βρέθηκα μια μέρα στην οδό Βουκουρεστίου να διψάω πάρα πολύ. Εκεί ήταν το στέκι όλης της τότε διανόησης, το Μπραζίλιαν. Παίρνω έναν κάφε και κάθομαι στο μπαρ να τον πιω. Και κει ήταν που κατέφτασε ο Μάνος. Λέμε τα νέα μας. Του αναφέρω ότι κάνω εκπομπή στο ραδιόφωνο. «Σοβαράς», με ρωτάει, γεμάτος ενθουσιασμό. Απαντάω «ναι». Μετά αμέσως: «Μπορείς να μου παίξεις έναν δίσκο;».

Τότε μου δίνει έναν ολοκαίνουριο 45άρη δίσκο με άσπρο εξώφυλλο. Αναφέρομαι στον δίσκο με τον τίτλο «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα». Αυτός ήταν και ο πρώτος Χατζιδάκις, που ακούστηκε στο ραδιόφωνο. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα παρακαλούσε «σας παρακαλώ, παίξτε με στο ραδιόφωνο».

Αυτό δε θα το έκανε ποτέ.

*Απόσπασμα από τη συνομιλία της σκιτσογράφου Έλλης Σολομωνίδου Μπαλάνου με τη Χρύσα Φωτοπούλου, Ιανουάριος 2016, Παγκράτι

Η Έλλη Σολομωνίδου Μπαλάνου με Μικρασιάτες γονείς από την Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε το 1931 στην Αθήνα (Ψυχικό). Σπούδασε ζωγραφική, ενδυματολογία και σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Σχολή Δοξιάδη, με δασκάλους τους Γιάννη Μόραλη, Γιάννη Τσαρούχη, Σπύρο Βασιλείου και Τάσσο. Συνέχισε με σπουδές Ιστορίας της Τέχνης στην Universita per Stragnieri (Perugia της Ιταλίας) με υποτροφία από το Ιταλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Εργάστηκε ως μουσικός παραγωγός στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) ενώ συχνά επιμελήθηκε μουσικά, εκπομπές Ραδιοφωνικού Θεάτρου. Το 1965, υπήρξε η πρώτη σκηνογράφος και ενδυματολόγος στο Θεατρικό τμήμα της τότε νεοϊδρυθείσης Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΡΤ).

Συνεργάστηκε συχνά ως σκηνογράφος – ενδυματολόγος με την Εθνική Λυρική Σκηνή, και ως μουσικός επιμελητής με το Εθνικό Θέατρο και άλλα Αθηναϊκά Θέατρα. Από το 1961 αποτυπώνει με τα σκίτσα της τα καλλιτεχνικά δρώμενα της Αθήνας στις στήλες της θεατρικής, μουσικής και χορευτικής κριτικής στην εφημερίδα ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ και το περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ της Ελένης Βλάχου. Από το 1974 έως και το 2011 συνέχισε στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, κλείνοντας έτσι συνολικά 50 χρόνια αποτύπωσης της πολιτιστικής κίνησης της Αθήνας με τα αναγνωρίσιμα πλέον σκίτσα της.

[mc4wp_form id="278"]