
Μπαίνουμε στο Στάδιο. Ηλιοβασίλεμα, τα πεύκα φροντίζουν για τις ανάσες, τα μάρμαρα καίνε. Περπατάμε αργά, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο, που καθόμαστε πάντα. Ο ρυθμός του Μίκη στη ζωή, πάνω από τον θάνατο και τον χρόνο, έχει από νωρίς μετατρέψει το Καλλιμάρμαρο σε μια μικρή πατρίδα, που μάχεται μεγαλόπνοα τον πόλεμο και την κακιά σκουριά, την υποταγή και το τίποτα. Την ελάχιστη ζωή.

«Θάλασσες μας ζώνουν κύματα μας κλειουν, σ’ άγριους βράχους πάνω τα νιάτα μας φρουρούν». Ωραίοι «Κοινοί Θνητοί». Ένα μικρό παιδί διασχίζει, τρέχοντας, το απλωμένο πανό. «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα ‘’Μεγάλα Μεγέθη’’». Ξαπλώνει πάνω στις δύο λέξεις: «Μεγάλα Μεγέθη». Ξεκουράζεται.
Οι ακμαίες στιγμές μιας μουσικής ιδιοφυΐας στο «εδώ» και το «τώρα». Ζεσταίνουν το αίμα. Ενώνουν. Ενθαρρύνουν. Συγκινούν. Αφανίζουν το σάπιο. Φτάνουν στα πεδία των μαχών. Σκάνε σαν σφαίρες στα κυνικά χαμόγελα. Τα κυνικά χαμόγελα γίνονται κουκίδες.
Όσοι βρεθήκαμε, την Τετάρτη 25 Ιουνίου, στη μεγάλη συναυλία που διοργάνωσαν η ΚΕ του ΚΚΕ και η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη, είμαστε τυχεροί.
Γιατί η φράση «και συ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον φασισμό» ειπώθηκε με τη σύμπραξη των νεκρών.
Γιατί ποίηση είναι ο κόσμος της συλλογικότητας. Γιατί ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Βάρναλης, ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης, ο Λόρκα, ο Σεφέρης, ο Νερούδα βρήκαν όλες εκείνες τις λέξεις, που ανατρέπουν την ήττα και το τέλος. Κοίταξαν τον ίδιο ορίζοντα. «Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν, τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο, τη θάλασσα να κυματίζει». Ένας άνδρας, πάνω από 80 χρόνων, στα αριστερά του Στάδιου. Με δυνατή φωνή. Πίσω του, η οδός Άγρας και το σπίτι του Γιώργου Σεφέρη. Η ροή του χρόνου, αδιάκοπη.
Γιατί η μουσική του Μίκη είναι σαν «περίληψη του κόσμου». Το ρίζωμά μας.
Γιατί στο πρόσωπο των παιδιών παίρνει την αρχετυπική της μορφή η αξιοπρέπεια.
Γιατί τα δεκαεξάχρονα αγόρια, οι «Τεκετζήδες», που μας σύστησε ο Γιώργος Νταλάρας, διέψευσαν τον παμπάλαιο εφιάλτη ότι «το νερό, κάθε φορά, λιγοστεύει».

Γιατί «κάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα».
Γιατί ήμασταν χιλιάδες που φωνάξαμε «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», πανύψηλοι, κάτω από τον βαρύ ουρανό μιας πόλης, μιας χώρας που αργοπορεί. Που τυφλώνεται.

Γιατί ήμασταν χιλιάδες που κλάψαμε. Που είδαμε τα αποθέματα να υπερπηδούν τα εμπόδια των καιρών και να γίνονται δρόμοι για κάθε αγέννητο άνθρωπο.
Γιατί ο προορισμός είναι πάντα ένα σύμπαν από λέξεις και μελωδίες. Τόσο μακριά από κάθε πιθανότητα βαρβαρότητας.
*Όταν ήμουν μικρή, ζωγράφιζα συνεχώς δέντρα. Όταν είδα για πρώτη φορά τον Μίκη Θεοδωράκη, είπα «να, ένα γερό δέντρο». Κι άρχισα να τον ζωγραφίζω «ως το πιο ψηλό δέντρο», μέσα στο δάσος μου. Εκείνη την Τετάρτη, ακουμπήσαμε πάνω σε δέντρα. Που ξαφνικά έγιναν πολλά. Επιβεβαιώνοντας το «για πάντα».
