
Το Πάσχα, αυτή η ανοιξιάτικη γιορτή που τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα και η προσδοκία της Ανάστασης συμπίπτει με την προσωπική μας ανάγκη για εξύψωση, έχει εμπνεύσει πολλούς από τους ποιητές μας. Η μελαγχολία της Μεγάλης Εβδομάδας και ειδικότερα της Μεγάλης Παρασκευής, αυτό το συναίσθημα ενός μαύρου σύννεφου που αιχμαλωτίζει τις καρδιές, είναι η γεύση που αφήνει η ανάγνωση του παρακάτω ποιήματος του αγαπημένου Τάσου Λειβαδίτη.
Κι η κατάνυξη, αυτό το σπρώξιμο των ποδιών μας πίσω από κάποιον Επιτάφιο στο χωριό, ανάμεσα σε μυρωδιές λουλουδιών και ανθρώπων, μοιάζει να είναι η ξεκούραση που προσδοκούσαμε μαζί με την πρώτη ζεστή ημέρα της άνοιξης. Κάθε τέτοια μέρα, κάθε Μεγάλη Παρασκευή, μοιραζόμαστε τις μοναξιές μας με τους μόνους αυτού του κόσμου και πιστεύουμε στα θαύματα γιατί θυμόμαστε πως πρέπει να ελπίζουμε.
Έξοδος
Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια, το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το ‘κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, «είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μου ‘βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.
Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.