
Στην ίδια τοποθεσία, εδώ και εξήντα χρόνια. Σε ένα ημιφωτισμένο στενό, κάτω από την Ακρόπολη, στην οδό Θόλου. Αυτή την πόρτα, την περνούσαν οι εχέμυθοι, οι αφοσιωμένοι, αυτοί που νοιάζονταν για ποιήματα και τραγούδια. Η Απανεμιά, η μπουάτ που τους χώρεσε όλους, τόσα χρόνια μετά, είναι παρούσα, ενώ ανακαλύπτεται διαρκώς ως ένας ζωντανός οργανισμός, που δεν καταχράται το ένδοξο παρελθόν του, αλλά διεκδικεί να γίνει η συνειδητή επιλογή ανθρώπων, που, καθισμένοι στα χαμηλά καρεκλάκια και σε απόσταση αναπνοής από το μικρό πάλκο, μετράνε τις ευεργεσίες της συγκίνησης.

Ο χώρος είναι μικρός. Ο χαμηλός φωτισμός, κάπως, τον μεγεθύνει. Οι θαμώνες γίνονται πάντα μια ενιαία παρέα. Στα δεξιά του πάλκου, υπάρχει μια σκαλίτσα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που την επιλέγουν για να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα από εκεί. Οι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες και σημειώματα. Ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις, ο Μίκης, ο Γκάτσος, ο Λοΐζος, ο Ξαρχάκος, η Μελίνα, ο Κοέν, ο Τσε, ο Σεφέρης, ο Καβάφης, ο Βάρναλης. Μια άλλη σκάλα οδηγεί στο υπόγειο μπαρ και τα αυτοσχέδια καμαρίνια. Λέγεται ότι το συγκεκριμένο υπόγειο ήταν ο ιδιωτικός χώρος μιας ιερόδουλης στην Κατοχή, που δεχόταν ως πελάτες και Γερμανούς στρατιώτες. «Σπίτι» που συνέβαλε, με κάποιο τρόπο, στην αντιστασιακή δράση.

Το μοναδικό παράθυρο, από το οποίο φαίνεται η Θόλου. Όσοι τότε δε χωρούσαν, μπορούσαν να στέκονται έξω από αυτό το παράθυρο και να βλέπουν τον αντιστάρ γίγαντα, Μάρκο Βαμβακάρη, όλους τους νέους τότε συνθέτες κι ερμηνευτές, που στην Απανεμιά πήραν τις πρώτες ανάσες της αποδοχής τους, ποιητές και στιχουργούς, εξεγερμένους νέους, ερωτευμένους. Ο Μάνος Λοΐζος με αμπέχονο. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης με τα τεράστια γυαλιά του, ψηλός, να ξεχωρίζει. Ο Γιάννης Σπανός κι ο Σαββόπουλος. Ουίσκι VAT 69 έχει πιει στην Απανεμιά μέχρι και ο Λεονάρντ Κοέν. Τον Νοέμβριο του 1973, «το μικρό αυτό κουτάκι» της Πλάκας προστάτευσε πολλούς κυνηγημένους, που κατέφθαναν από την Πατησίων και το κέντρο.
Σήμερα, ιδιοκτήτης της Απανεμιάς και συνεχιστής του ονείρου είναι ο συγγραφέας και ποιητής, Πάνος Δημητρόπουλος. Αιώνιος θαμώνας της και λάτρης της περιοχής, ο κ. Δημητρόπουλος πήρε στα χέρια του ένα κομμάτι σημαντικής ιστορίας για να το μετατρέψει σε έναν ρέοντα χώρο, που δεν αποδυναμώνεται, δεν παίρνει το σχήμα μουσείου, δεν σχετίζεται με νοσταλγία. Η Απανεμιά δεν μπορεί να καταρρεύσει. Κι αυτό γιατί αγαπιέται. Και όσο μαθαίνεται η πορεία της, μέσα στα χρόνια, τόσο ισχυροποιείται η ανάγκη να διαδεχθεί το παρελθόν ένα βαθιά πνευματικό μέλλον. Χωρίς περιγραφές και εστετισμούς. Μόνο με σκαψίματα και προσπάθεια να κατακτηθούν οι έννοιες.

Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια, τον Γιάννη Σπανό να ξανακάθεται στο πιάνο της Απανεμιάς. Οι πρώτες σειρές ήταν κατειλημμένες από ανθρώπους κάτω των 25. Κάποια στιγμή, ξαναγύρισε ο αξέχαστος Λάκης Παππάς, αλλά και η Πόπη Αστεριάδη, ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο Δημήτρης Ψαριανός, ο Νότης Μαυρουδής, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Κωνσταντίνος Βήτα, ο Μπάμπης Στόκας. Ο ευαίσθητος Πέτρος Μάλαμας, η Λένα Κιτσοπούλου, η Μαρίνα Σάττι, ο Λεωνίδας Μπαλάφας, ο Γιάννης Παλαμίδας, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Φοίβος Δεληβοριάς. Κι άλλοι. Κι άλλοι. Θυμάμαι και τη Γιώτα Γιάννα. «Τι κορίτσι είναι αυτό», φώναζαν οι από κάτω. Και η Άννα Βίσση μαζί της, κρατώντας το ίδιο μικρόφωνο. Ήταν το 2018.

Στις Μπουάτ, κάτι γίνεται πάντα, σε όποια χρονιά, σε όποιον αιώνα, και δεν ποζάρει κανείς. Ο ένας υπολογίζει τον άλλον. Δεν μεσολαβεί ανάμεσα στον ακροατή και τον καλλιτέχνη τίποτα. Δεν χρειάζονται, πολλές φορές, καν μικρόφωνα. Και στην απόλυτη ησυχία, ακούγονται όλα. Κι έξω από το παράθυρο, κλείνουν το μάτι κι επιδοκιμάζουν όλοι αυτοί που πέρασαν από εδώ, από την Απανεμιά, που την αγάπησαν και συνέβαλαν στην αθανασία της.
Πληροφορίες
Μπουάτ Απανεμιά, Θόλου 4, Πλάκα
Περισσότερα: εδώ
Πηγή φωτογραφιών: εδώ