Μικρέ μου φίλε,
Έλαβα το μήνυμά σου με την υποσημείωση καθ’ οδόν. Το βρήκα ιδιαίτερα θετικό. Μου θύμισες μια παλιά μελωδία που ευχαριστιόμουν να την ακούω κι ας μη μ’ ένοιαζε τότε τι κάνει η μουσική. Τώρα κουρασμένος, στη μέση της διαδρομής, προσπαθώ να την σιγοτραγουδήσω, αλλά μού ακούγεται λίγο φάλτσα. Καταλήγει να μείνει στα χείλη μου κάτι σαν προσευχή. Ποτέ δεν έχασα την πίστη μου στον άνθρωπο ακόμα κι όταν είχα διαλυμένα γόνατα. Κατάλαβα ότι δεν μπορώ και δε χρειάζεται να τ’ αποδείξω όλα. Σηκώθηκα.
Τον τελευταίο καιρό, έχω βαρεθεί τα ίδια και τα ίδια. Οι άνθρωποι χάνουν σταδιακά την πρωτοτυπία τους. Σου λένε «έλα να σε πάρω μαζί μου στη θλιβερή μου μέρα», λες κι εγώ έχω προλάβει να καταλάβω πώς πέρασε η δική μου. Δημιουργούν τάσεις και ρεύματα και ονειρεμένους κόσμους ενώ στέκονται όρθιοι απέναντι στον λερωμένο πάγκο της κουζίνας. Σου λένε «κοίτα τι (δεν) κάνω; Εσύ (δεν) μπορείς;». Η ζωή, που μου απομένει, δε θα παιχτεί σε καμιά οθόνη.
Φέρνω στο μυαλό μου τη στιγμή που μου είπες, πάνω στα καλά σου, «πω, ρε φίλε, τι γαμάτη ζωή μας περιμένει». Ποιος να σε σταματήσει; Ήσουν ένα άγραφο παιδί που ανυπομονούσε να νιώσει την πρώτη του φορά σε όλα. Δέθηκες στο λαιμό της ομορφιάς και την έβλεπες κάθε βράδυ να περπατάει στο ταβάνι. Σε τράβηξε η περιέργεια να αισθανθείς όλες τις συγκινήσεις ακόμα κι αυτές που δεν μπορούσες να τις ζήσεις. Έκλεισες την ευτυχία σου σε κουτιά και τα φύλαξες κάτω από το κρεβάτι. Μάταιο. Αλλά και πάλι, ποιον πείραξε αυτό;
Ένας παππούς, ο Διονύσης*, λίγο πριν φύγει, μού είπε πως «καίει μια φλόγα σιγανή μέσα σε κάθε λέξη». Κι ύστερα, με ρώτησε: «εσύ τι ακριβώς άκουσες; Την αγιοσύνη ή τη φθορά στη λέξη αλληλούια;». Ξέρω ότι, αν ήσουν εδώ, θα με ρωτούσες το ίδιο, όμως δεν έχω την απάντηση. Σε νοιάζει αυτό; Και οι δυο μας αγαπάμε τις δύσκολες λέξεις. Τις γράφουμε ο ένας στο χέρι του άλλου με τη σειρά που τις ακούμε.
Να ξέρεις ότι έκανα τα πάντα, ακόμα κι αν σου φαίνονται λίγα. Προσπάθησα. Ακόμα και τις φορές που μ’ έκαναν να νιώθω μισός, προχώρησα μέσα σε διαλυμένες πόλεις μόνο και μόνο για λέω πως πήγα από το σημείο Α στο σημείο Β. Να είσαι σίγουρος ότι δεν σε κορόιδεψα. Σου είπα την αλήθεια. Παρόλα αυτά, θα έρθει η στιγμή που δε θα έχω άλλη επιλογή από το να σταθώ εδώ μπροστά σου, μην έχοντας κάτι άλλο στη φωνή μου από τη λέξη: συγγνώμη.
Το ξέρω ότι έρχεσαι προς το μέρος μου περπατώντας. Κάποιες φορές, γρήγορα, κάποιες φορές, αργά. Το ξέρω ότι ήθελες να πας αλλού, όμως πρέπει να καταλάβεις ότι δεν έχει αλλού να πας ούτε άλλος να είσαι. Όλα σε φέρνουν εδώ. Κι όταν, επιτέλους, φτάσεις να είσαι σίγουρος ότι θα σε πάρω μια μεγάλη αγκαλιά. Θα βγούμε μαζί έξω από το παιδικό σου δωμάτιο, θα κατεβούμε τις σκάλες, θα ανοίξουμε την πόρτα του σπιτιού, κι εγώ θα σε κρατώ από το χέρι. Θα έχει ήλιο, εκείνη τη μέρα. Ένα απέραντο λευκό φως. Θα περπατάμε μαζί στον δρόμο, χωρίς να βιαζόμαστε. Αυτό δεν ήθελες εξ αρχής; Να σε περιμένει κάποιος για να περπατήσει δίπλα σου;
Αλληλούια, μικρέ μου. Ερχόμαστε ο ένας προς τον άλλον.
*Αφιερωμένο στη μνήμη του Διονύση Σαββόπουλου
