«Να μετρήσουμε τις λέξεις που μένουν πίσω», θα μου πουν τα παιδιά (κυριολεξία) αύριο. Και μετά, σίγουρα θα προσθέσουν «ένιωσε τόσα πολλά πράγματα». Οι λέξεις. Τραχιές και πυκνές, δικές μας. Στο τσακ της ήττας και του θανάτου, στην απαρχή μιας ζωής που ανακτά αίμα και χτύπο.

Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο πραγματικός, είναι ζωγραφισμένος με μαρκαδόρους και ο «άλλος», εκείνος με τα άσπρα μαλλιά και τα γυαλιά ήταν απλώς φευγάτος. Μια στη γη, μια στα σύννεφα. Να παρατηρεί τη διαχρονικότητα της θάλασσας και μιας διάτρητης καθημερινότητας, που περνάει στην αθανασία με το ελάχιστο της ποίησης.

Οι ιστορίες θέλουν ζεστό σώμα. Το «πάντα» θέλει ταλέντο. Το πάθος θέλει δύναμη. Η μνήμη θέλει συμμετοχή.

Υπήρξε (και) πλάι σε εκείνους που κοίταξαν κατάματα τον ήλιο. Φαινόταν στα μάτια του, όπως και να ‘χει, που κράτησαν αυτή τη συγκεκριμένη δόνηση. Και στις λέξεις φυσικά.

Δε θα τον ξεχάσω.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Οι πρόγονοί του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη. Το 1963, μετακόμισε στην Αθήνα και εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1964 και ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.
Τα περισσότερα τραγούδια του ήταν γραμμένα από τον ίδιο, σε στίχους και μουσική.

[mc4wp_form id="278"]