Δεν ξέρω πώς αντέχουμε να βλέπουμε από κοντά ή μακριά την καταστροφή μας. Τον αφανισμό εννοιών, τον άλαλο θάνατο δέντρων, ζώων, ανθρώπων, τη θνησιγενή λύπη, το διεκπεραιωτικό πένθος, την αποστειρωμένη συμπόνια, την κατάργηση ενός οικείου ορίζοντα που μυρίζει θάλασσα, χώμα και αέρα.

Ποιοι είμαστε εμείς; Ποιοι είναι αυτοί; Τι έχουμε ζήσει εμείς; Τι έχουν ζήσει αυτοί; Αυτοί που ρεύονται το γέλιο τους για ένα λεπτό προσποιητής αλληλεγγύης.

Το καλοκαίρι είναι ολόκληρο μια αχανής γεννήτρια τρόμου. Το γκρι και το μαύρο, τα νησιά που γίνονται κουκίδες, τα ανοίκεια καταστρώματα, οι καμένες κορυφές, οι νοθευμένες παραλίες.
Πού είναι η σκέτη άμμος; Το σκέτο πράσινο; Η σκέτη ησυχία; Η σκέτη προσμονή; Οι άνθρωποι της επαρχίας με τα μικρά τους ονόματα;

Ανοίγεις τα μάτια. Η παραλία που ακουμπούσες, αιώνες τώρα, το μάγουλό σου. Πράσινη, ποιητική. Κλείνεις τα μάτια. Καταστροφή. Αυτό που ήξερες ως εκδοχή καλού καιρού και αυτό που μεγεθύνεται σαν όλεθρος: μια διαρκής κραυγή για σωτηρία, μια εξάντληση που μοιάζει με θάνατο, η θάλασσα μικραίνει όσο κοκκινίζει ο ουρανός, στάχτη φτιαγμένη από πολλές τελευταίες πνοές, τζιτζίκια, ελάφια, πρόβατα, θαλασσοκόρακες και ζαρκάδια, μυρμήγκια, η ζωογόνα τάξη, το μέλλον μας.

Πώς αντέχουμε αυτή την επιθετική επανάληψη της κόλασης; Πώς αντέχουμε να συνεχίζουμε; Πώς αντέχουμε να ξέρουμε ότι όλα λιγοστεύουν; Πώς αντέχουμε να συνυπάρχουμε με ανθρώπους που μισούν και τον σκελετό αυτού του τόπου; Πώς αντέχουμε τόση χυδαιότητα; Πώς αντέχουμε να θεοποιούμε το λίγο; Πώς αντέχουμε να καταπίνουμε αριθμούς που αφορούν στο χαμένο αίμα παιδιών; Πώς αντέχουμε τόσες γελοίες φάτσες να μας εμπαίζουν; Πώς αντέχουμε τόσα σάλια να βρωμίζουν την επιθυμία μας για ζωή;

Γράφω από την Αιτωλοακαρνανία. Ονειρεύτηκα ότι η μόνη γλώσσα που ήξερα για να μιλήσω στο παιδί μου για ομορφιά και ψυχή ήταν αυτή του δημοτικού τραγουδιού. Κι αυτό το παιδί, που δεν ξέρει από «ισκιερά βουνά», παρόλα αυτά, κλαίει μαζί μου.

Φωτ.: Eurokinissi

[mc4wp_form id="278"]