Έχω στο μυαλό μου τρεις στιγμές. Από την Πανεπιστημίου, την άνοιξη του 2011, από το Ελληνικό, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς κι από το Πάρκο Τρίτση, στο Ίλιον, το 2017.

Από τις τρεις αυτές φορές που είδα από κοντά τον Μίκη Θεοδωράκη, κρατώ πιο έντονα στη μνήμη την βραδιά στο Ελληνικό. Όχι γιατί ήταν πιο νέος, άρα το τεράστιο σώμα του δεν ήταν καθισμένο στο αναπηρικό αμαξίδιο (εξάλλου και σε αυτή τη θέση, πάλι γίγαντας φαινόταν, έτοιμος να διευθύνει ή να απογειωθεί πάνω σε ζεστούς ώμους). Στο Ελληνικό, ο Μίκης καθόταν στην πρώτη σειρά, σε μια λευκή, πλαστική καρέκλα, ο κόσμος πολύς. Άλλοι καθισμένοι, άλλοι όρθιοι, πλάι του, να τον παρατηρούμε, να συγκινούμαστε με τον τρόπο που άκουγε τα τραγούδια του, με το ιδιόμορφο χαμόγελό του, με τα χέρια του, που σηκώνονταν μοιραία και γίνονταν τα χέρια – φτερά όλων εκείνων των ιστορικών συναυλιών. Στο Καραϊσκάκη, στη Νέα Σμύρνη, στον Λυκαβηττό, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μπουένος Άιρες. Στη Χιλή, του Πάμπλο Νερούδα. Για εμάς, για όλους εμάς, που μεγαλώσαμε με τους ήχους του Μίκη, το να στεκόμαστε τόσο κοντά του, εκείνο το βράδυ ήταν μια ωραία τύχη.

Ο Μίκης μεγάλωσε σε ένα σπίτι, που ο ένας έδειχνε στον άλλον διαρκώς την αγάπη του. Άλλαξε, επειδή ήταν αναγκαίο, πολλούς τόπους διαμονής, όσο ήταν παιδί κι έφηβος. Είδε την ελληνική επαρχία σε ένα πλάνο άλλης ομορφιάς. Ο μικρός του αδερφός ποιητής. Κι αυτός πανύψηλος. Έγραφε ποιήματα και τα έκρυβε στον κήπο με τις ντομάτες. Τα έβρισκε ο Μίκης. Έτσι δημιούργησε τους «Λιποτάκτες». Την ενηλικίωση σημάδεψαν μια σειρά από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεότερης ιστορίας. Ο ίδιος διάλεξε από νωρίς τη θέση του. Στον πυρήνα του χρέους. Με τον θάνατο να έχει ηττηθεί χιλιάδες φορές, στα πεδία των μαχών και τις εξορίες, ο Μίκης κέρδιζε θάρρος και πίστη. Και τα συντρίμμια δίπλα του έμοιαζαν κουκίδες και οι νεκροί δίπλα του έμοιαζαν να έχουν λίγη από την προοπτική της αθανασίας.

Και μετά ήρθαν οι μεγάλες συναντήσεις. Η ποίηση, η «ακατανόητη» ελληνική ποίηση για το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Αυτή η ποίηση έγινε μέρος μιας καθημερινότητας με πρωταγωνιστές ανθρώπους απλούς, ανθρώπους πολύτεκνους, ανθρώπους που δούλευαν στην οικοδομή και τραγουδούσαν «οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων». Ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης, ο Λειβαδίτης. Τα μεγάλα συμφωνικά έργα. Η παγκόσμια αναγνώριση. Το πρόσωπό του, έτσι όπως απαθανατίστηκε, τότε που ο κόσμος, στην μεταιχμιακή περίοδο της Μεταπολίτευσης, παραληρούσε κάθε φορά που έβγαιναν από το στόμα της Φαραντούρη και του Μπιθικώτση οι λέξεις, οι κανονικές. «Και συ, λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον ΦΑΣΙΣΜΟ».

Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε παράλληλα στα χρόνια που ο Μίκης ήταν παρών και με το σώμα του. Ακόμη κι όταν ήταν μονίμως έγκλειστος στο στρατηγείο του, στου Φιλοπάππου, ήταν ένα ακούραστο κύτταρο. Ο Μίκης. Που πολέμησε τον Δεκέμβρη του 1944. Αυτόν τον Μίκη, που από πάντα υποστήριζε ότι «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μόνο με το έργο του κοντά στο λαό, αλλά ακόμα και με την ίδια τη ζωή του. Να βρίσκεται πάντα στο πλευρό του λαού. Και όταν ο λαός χαίρεται και όταν ο λαός πονάει. Εκεί που παλεύει, που ματώνει, που φυλακίζεται, εκεί που νικάει. Να μην ξεχωρίζει τη ζωή του από τη ζωή του εργαζόμενου, τη ζωή του πρωτοπόρου λαϊκού αγωνιστή. Αυτή η στάση δυναμώνει τον λαό. Δυναμώνει, όμως, ακόμα πιο πολύ τον ίδιο τον καλλιτέχνη και ανανεώνει την Τέχνη», δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ.

Υπάρχοντας εκατό ολόκληρα χρόνια είναι το ανεξάντλητο οξυγόνο ενός ελατόδασους. Η ζωή στους γκρεμούς. Η αιμάτινη ανατροπή την τελευταία στιγμή.

[mc4wp_form id="278"]