Το σπίτι των παππούδων μου στο χωριό βρίσκεται στην οδό Αναπαύσεως. Έτσι ονομάζονται συνήθως οι δρόμοι στην Ελλάδα που οδηγούν προς τα κοιμητήρια. Όταν περνούσε από μπροστά κάποια νεκρική πομπή, βγαίναμε με την αδερφή μου στην αυλή του σπιτιού για να παρατηρήσουμε από ασφαλή απόσταση τον κόσμο που ακολουθούσε τη νεκροφόρα.
«Για να λένε ότι οι άνθρωποι που περνούν από δω ότι αναπαύονται, σημαίνει ότι κάποια στιγμή, όταν ξεκουραστούν αρκετά, θα ξανασηκωθούν;», τη ρώτησα. «Θα έρθει κάποτε η στιγμή που όλοι οι πεθαμένοι θα σηκωθούν και θα ξαναγυρίσουν στις ζωές τους, γι’ αυτό τους θάβουν άλλωστε, για να κοιμούνται ήσυχοι», μου απάντησε. Η αδερφή μου είχε μιξάρει τη φαντασία της με τις σκόρπιες γνώσεις της από το μάθημα των θρησκευτικών και μας χάρισε έναν σουρεαλιστικό διάλογο, ο οποίος δεν είναι κατάλληλος για παιδιά στο ξεκίνημα της σχολικής τους ζωής. Δυστυχώς για την ιστορία της ανθρωπότητας, αυτή η συνομιλία παρέμενε κρυφή μέχρι σήμερα.
Σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια μετά από εκείνη την εποχή, δεν περίμενα ότι το ζήτημα της ύπαρξης και του θανάτου θα με απασχολήσει σε τέτοιο βαθμό. Όση γνώση κι εμπειρία να έχω αποκτήσει, όσες ώρες και να έχω κοιτάξει το ταβάνι, όσες φιλοσοφικές συζητήσεις και να έχω κάνει, τείνω να αποδεχτώ ότι αυτό το ζήτημα μέσα μου θα παραμείνει άλυτο. Όταν όμως βιώνω μια εμπειρία που το ανακινεί, τότε νιώθω ότι θέλω να το ξαναπιάσω από την αρχή κι ας ξέρω πως στο τέλος δε θα βγάλω άκρη.

Μια τέτοια εμπειρία έζησα στο θέατρο Σταθμός την προηγούμενη εβδομάδα. Όπως τότε, στα πέντε μου χρόνια, έτσι και τώρα, έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει «αναπαύονται οι ψυχές». Μόνο που αυτή τη φορά το ερώτημα δεν το έβαλα εγώ στην αδερφή μου, αλλά ένα «δεκάχρονο κορίτσι» πάνω στη σκηνή, στον θεατρικό μονόλογο του Γενς Ράσκχε, με τίτλο «Κοιμούνται τα ψάρια;».
Το θεατρικό αυτό έργο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση της Κατερίνας Θεοδωράτου. Το κορίτσι που ονομάζεται Γέτε υποδύεται η Ευγενία Δημητροπούλου και τη σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η Ζωή Ξανθοπούλου. Στη σκηνή, βλέπουμε την Γέτε να μοιράζεται το βίωμά της γύρω από την απώλεια του μικρού της αδερφού Αιμίλιου. Ένα παιδί, του οποίου η ζωή με το ζόρι του απέσπασε ένα κομμάτι, προσπαθεί να δείξει αντοχή, να κατανοήσει την ανθρώπινη φύση, να μοιραστεί τα συναισθήματά του και να βάλει το δάχτυλό του βαθιά μέσα στο τραύμα για να κλείσει την πληγή.
Η Ευγενία Δημητροπούλου, σαν ένα άχρονο πλάσμα που είναι, καταφέρνει να φέρει κοντά στα μάτια μας πτυχές του πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από το πρίσμα της αφοπλιστικής παιδικής αθωότητας. Η Ζωή Ξανθοπούλου, με την ξεχωριστή της ευφυΐα, χρησιμοποιεί το ταλέντο που διαθέτει για να φωτίσει κάθε πλευρά μιας ιστορίας, που αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.

«Υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι για να πεθάνει κανείς», μας εξηγεί η Γέτε σαν να κάνει τον κομπέρ μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο. Συνεχίζει, λέγοντας ότι «υπάρχουν άνθρωποι που πέθαναν επειδή ξέχασαν να κολυμπάνε και άνθρωποι που πέθαναν επειδή μπήκαν σ’ ένα τρένο για να ταξιδέψουν». Κι ενώ παραθέτει συνηθισμένους και ασυνήθιστους τρόπους, κατά τους οποίους οι άνθρωποι αποχαιρετούν αυτόν τον μάταιο κόσμο, μού έρχεται στο μυαλό η λατινική ρήση “Amorfati”, που πάνω κάτω, σημαίνει να αγαπάς τη μοίρα σου, δηλαδή να αγκαλιάζεις κάθε καλό και κακό που σου συμβαίνει, σαν άλλος Ρίλκε.
Καλά τα λέτε φιλόσοφοι, αλλά μεταξύ μας, δε χωνεύεται ο θάνατος, πόσω μάλλον ο θάνατος ενός παιδιού με οποιονδήποτε τρόπο. Είναι η στιγμή που λες ότι δεν υπάρχει θεός κι ας βάζει τους εκπροσώπους του να ψέλνουν και να υμνούν την αθωότητα, που δεν έχει ανάγκη από τη συγχώρεση.
Πάνω στη σκηνή, έχουν απλωθεί παιχνίδια, μαρκαδόροι και χρωματιστές ζωγραφιές. Ακούγεται, κατά διαστήματα, η γλυκιά μελωδία του Σπύρου Γραμμένου από κάτι που μοιάζει με ξυλόφωνο. Ένα κορίτσι προσπαθεί να συνειδητοποιήσει ότι είναι πλέον το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας. Γύρω μου, ακούγεται ο ήχος των πακέτων χαρτομάντηλων. που ανοίγουν και των αναρροφήσεων.

Κάποια στιγμή, διατυπώνεται το ερώτημα: «κοιμούνται τα ψάρια;». Συνειδητοποιώ ότι δεν έχω αναρωτηθεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ξέρω μόνο ότι διατηρούν τη σιγή τους ακόμα κι όταν πονάνε. Ίσως να μην κλείνουν τα μάτια, αλλά να περνούν περιόδους ξεκούρασης που ο μεταβολισμός τους πέφτει και μπορεί να αιωρούνται στο νερό. Ποιος ξέρει; Ίσως η Γέτε να μη βρίσκεται μπροστά μας για να δώσει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Η Γέτε θέλει απλώς να υπάρχει ένας παράδεισος όπου όλα τα παιδιά θα μπορούνε να τρώνε το αγαπημένο τους φαγητό χωρίς περιορισμούς. Θέλει να μην ξεχάσει και να κρατήσει την ελπίδα ζωντανή. Θέλει να μη σβήσει η αγάπη που έχει μέσα της.

Βρίσκομαι στη μέση μιας έκρηξης συναισθημάτων κι αρχίζω να αναρωτιέμαι: τι θα γίνει αύριο; Θα είμαι εδώ; Πώς θα είναι η μέρα που θα περάσω απέναντι; Ξύπνα, άνθρωπέ μου, είναι Τετάρτη βράδυ. Πήγαινε σπίτι σου, κάνε ένα μπάνιο και ξάπλωσε. Σκέψου την ομορφιά που είδαν τα ματάκια σου στο θέατρο σήμερα (σπάνιο φαινόμενο) και ρώτα την αγαπημένη σου ζωγράφο: «ποια χρώματα θα ταίριαζαν στην τελευταία μας εικόνα;».
